Ἐκεῖ λοιπὸν ἀράξαντες ἐξῆλθον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ παρουσιάσθησαν εἴς τινα Χριστιανόν, τὸν ὁποῖον ἐθεώρησαν ὅτι τῷ ὄντι ἦτο Χριστιανός, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐξέθεσαν τὶ ἄνθρωποι ἦσαν, τὸν παρεκάλεσαν, δίδοντές του καὶ ἀρκετὰ γρόσια, νὰ τοὺς οἰκονομήσῃ τὰ ὅσα ἐχρειάζοντο πρὸς διόρθωσιν τοῦ μικροῦ των πλοίου. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀντὶ νὰ τοὺς οἰκονομήσῃ, ὡς ὑπεσχέθη, ἐφάνη ἄλλος Ἰούδας καὶ πηγαίνων εἰς τὸν ἀγᾶν τοῦ τόπου του τοὺς ἐπρόδωσε, καὶ παίρνων ἀνθρώπους τοῦ ἀγᾶ ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦσαν καὶ τοὺς συνέλαβον. Ἧσαν δὲ ὅλοι οἱ συλληφθέντες ἑπτά, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο φεύγοντες ἐθανατώθησαν, οἱ ἄλλοι δύο ἔπεσον εἰς τὴν θάλασσαν, τοὺς δὲ τρεῖς, τὸν πλοίαρχον καὶ τοὺς δύο τούτους αὐταδέλφους, συλλαβόντες τοὺς ἔφερον εἰς τὴν Χίον καὶ τοὺς παρέδωκαν εἰς τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενον πασᾶν· ἦτο δὲ ἡ εἰκοστὴ ἕκτη τοῦ Ἰανουαρίου. Ὁ πασᾶς παραστήσας αὐτοὺς ἔμπροσθέν του, ἐξετάσας αὐτοὺς καὶ μαθὼν ποῖοι ἄνθρωποι ἦσαν, ἐπρόσταξε τοὺς μὲν δύο ἀδελφοὺς νὰ κλείσουν εἰς τὴν σκοτεινὴν φυλακήν, τὸν δὲ γεροντότερον, ὀνόματι Νικόλαον, νὰ τὸν ἐκβάλωσιν ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρον εἰς τὴν πεδιάδα, ἡ ὁποία ὀνομόζεται Βουνάκι, καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσωσι. Παρεκίνουν δὲ τοῦτον καθ’ ὅλον τὸν δρόμον νὰ γίνῃ Τοῦρκος καὶ νὰ τοῦ χαρίσουν τὴν ζωήν. Οὗτος δὲ ἀπεκρίθη· «Τώρα πλέον θὰ κάμω ἐγὼ νέον κόσμον; ὄχι, Χριστιανὸς ἐγεννήθην καὶ Χριστιανὸς θ’ ἀποθάνω· δὲν ἀρνοῦμαι τὴν πίστιν μου». Καὶ φθάσαντες εἰς τὸν διωρισμένον τόπον τὸν ἀπεκεφάλισαν εἰς τὴν ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἐνῷ δὲ οἱ νέοι ἦσαν φυλακισμένοι εἰς τὴν σκοτεινὴν φυλακὴν τοῦ κάστρου, ὁ πασᾶς διώρισε δύο ἀνθρώπους ἰδικούς του, ἕνα Χῖον Σερὶφ τσαούσην ὀνομαζόμενον καὶ ἕνα Λαζὸν πεσκιρτζίμπασην τὴν ἀξίαν, ἀνθρώπους καὶ τοὺς δύο κακίστους καὶ παμπονήρους καὶ ὑπεσχέθη εἰς αὐτοὺς μεγάλας δωρεὰς καὶ χαρίσματα, ἂν κατορθώσουν νὰ καταπείσουν τοὺς δύο ἀδελφοὺς ἢ μὲ ἀπειλὰς βασάνων, ἢ μὲ ὑποσχέσεις δωρεῶν νὰ γίνουν Τοῦρκοι. Εἶχε λοιπόν, ὁ κατάρατος, μεγάλον πόθον νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἀρνηθῶσι τὴν ἁγίαν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνουν Μουσουλμάνοι, λογιζόμενος τοῦτο ὡς προκοπήν του καὶ ὡς τιμήν του μεγάλην, καθὼς ἔλεγον οἱ πορευθέντες ἐκεῖ, ὅτι εἶπε· «Συμφέρει εἰς ἡμᾶς νὰ ἔχωμεν τοιούτους ἀνθρώπους εἰς τὴν πίστιν μας». Λαβόντες λοιπὸν οἱ δύο οὗτοι τὴν τοιαύτην προσταγὴν ἀπὸ τὸν πασᾶν, τί δὲν ἔκαμαν, τί δὲν ἐμεθοδεύθησαν; δὲν ἔπαυσαν, οἱ κατάρατοι, καθ’ ὥραν καὶ στιγμήν, κινοῦντες πάντα λίθον, κατὰ τὴν παροιμίαν, πότε μὲ ὑποσχέσεις μεγάλων δωρεῶν καὶ ἀξιωμάτων πότε μὲ ἀπειλὰς βασάνων καὶ τιμωριῶν. Πλὴν ὅμως οὗτοι ἔμενον στερεοὶ καὶ ἀμετακίνητοι καὶ μὲ μεγάλην τόλμην ἀντέλεγον εἰς αὐτούς.