Ἀφ’ οὗ παρῆλθον ἑπτὰ ἡμέραι, χωρὶς νὰ δυνηθοῦν παντελῶς νὰ τοὺς διασείσουν ἀπὸ τὴν στερεάν των πίστιν, πηγαίνουν καὶ οἱ δύο εἰς τὸν πασᾶν καὶ τοῦ λέγουν· «Ἀφέντη, αὐτοὶ ἠννόησαν ὅτι βάσανα δὲν τοὺς κάμνομεν καὶ διὰ τοῦτο κρατοῦν καλὰ τὸ πεῖσμα των. Λοιπὸν νὰ μᾶς δώσῃς τὴν ἄδειαν νὰ τοὺς ἐπιβάλωμεν τιμωρίας, ἴσως τότε δυνηθῶμεν νὰ τοὺς καταπείσωμεν, διότι μὲ μεγάλην τόλμην ἀντιστέκονται καὶ ἀντιλέγουν». Ὁ πασᾶς, ἀκούσας ταῦτα, ἐστάθη ὀλίγην ὥραν συλλογιζόμενος, ἔπειτα λέγει πρὸς αὐτούς· «Αὐτοὶ οἱ γκιαούρηδες ἔχουν τὴν συνήθειαν αὐτὴν καὶ ἂν βάλουν τὸ πεῖσμα των εἶναι ἀδύνατον νὰ τοὺς μεταβάλῃ κανείς. Εὐκολώτερον κόπτει τις τὴν κεφαλήν των ἢ τὸ πεῖσμα των». Αὐτὰ εἶπεν εἰς τοὺς εὑρεθέντας ἐκεῖ ἀγάδες, τὰ ὁποῖα ὢν παρὼν καὶ εἷς τῶν ἀρχόντων τῆς χώρας, Χατζῆ Πολυχρόνης τὸ ὄνομα, τὰ ἤκουσεν ἀπὸ τὸ ἴδιον στόμα τοῦ πασᾶ. Καὶ ἀκόμη εἶπεν· «Αὔριον παίρνει τέλος αὐτὸ τὸ ζήτημα».
Οἱ δὲ καλοὶ νέοι, ὄντες εἰς τὴν φυλακὴν κεκλεισμένοι χωρὶς νὰ τοὺς εἴπῃ τις τίποτε, προεγνώρισαν ὡς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως ὅτι τὴν ἐρχομένην ἡμέραν ἔχουν νὰ τελειώσουν τὸν καλὸν ἀγῶνα καὶ χαίροντες ἔλεγον εἰς τοὺς φυλακισμένους· «Αὔριον, ἀδελφοί, τελειώνομεν τὴν ζωήν, αὔριον εἶναι ἡ ὑστερινὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς μας». Ὅθεν ἐζήτησαν νὰ φέρουν κρυφίως χαρτὶ καὶ ἔστειλαν ἔγγραφον τὴν ἐξομολόγησίν των εἰς τὸν Ἐπίσκοπον Χίου, ζητοῦντες νὰ κάμῃ τρόπον νὰ τοὺς ἀξιώσῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς τοὺς διεμήνυσε, μὲ τὴν ἰδίαν γυναῖκα, ἐπειδὴ ἄλλος δὲν ἔμβαινεν εἰς τὴν φυλακήν, ἐκτὸς μόνον μία γυνή, Φράγκα τὸ ὄνομα, τῆς ὁποίας ὁ σύζυγος, Ἀγαπητὸς τὸ ὄνομα, ἦτο καὶ αὐτὸς κλεισμένος εἰς τὴν ἰδίαν φυλακήν, δι’ ἄλλην αἰτίαν, τοὺς διεμήνυσε, λέγω, νὰ στέκουν στερεοὶ καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦν μὲ προσευχὰς καὶ δάκρυα καὶ νὰ μὴ δειλιάσουν παντελῶς τὸν θάνατον, διότι τοὺς ἀναμένει ἡ δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ συγχαίρουν μὲ τοὺς Μάρτυρας αἰώνια. Παρήγγειλε δὲ καὶ εἰς τὴν γυναῖκα νὰ ὑπάγῃ τὴν αὐγὴν νὰ τοὺς δώσῃ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἐπειδὴ Ἱερεὺς καὶ ἄλλος Χριστιανὸς νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰς φυλακὰς ἦτο ἀδύνατον. Ἀκούσαντες οὗτοι τὰς ἐντολὰς καὶ νουθεσίας τοῦ Ἀρχιερέως ἀπὸ τὸ στόμα τῆς γυναικός, μετὰ δακρύων ηὐχαρίστησαν τὸν Κύριον καὶ διῆλθον ὅλην τὴν νύκτα ἄγρυπνοι, ψάλλοντες Παρακλήσεις εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ τοὺς Οἴκους αὐτῆς καὶ ἄλλας προσευχάς, ὅσας ἤξευρον, ἐδέοντο δὲ τῆς Κυρίας Θεοτόκου νὰ μεσιτεύσῃ εἰς τὸν Υἱόν της νὰ τοὺς χαρίσῃ δύναμιν, νὰ μὴ δειλιάσουν τὸν θάνατον.