ὅτι εἶναι ἀληθινὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προβάλλει ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν σύζυγόν του, καὶ πάλιν ἔπρεπε νὰ μὴ ζητῇ διαζύγιον, ἐπειδὴ ὁ Κύριός μας λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον· «Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι» (Ματθ. ε’ 32). Αὐτὸ ὅμως, τὸ ὁποῖον λέγει, εἶναι πρόφασις φανερὰ διὰ νὰ ἀθετὴσῃ τὸν τίμιον γάμον καὶ νὰ συμπλεχθῇ μὲ τὴν αἰσχρότητα τῆς μοιχείας· ὅθεν, ἄκουσον τὴν ἀπόφασίν μου καὶ φανέρωσον αὐτὴν εἰς ἐκεῖνον ὅπου σὲ ἔστειλε· καλύτερα προκρίνω δεινὰ βάσανα καὶ θάνατον, παρὰ νὰ συγκατανεύσω εἰς ταύτην τὴν παρανομίαν καὶ ἂς τὸ ἀκούσῃ καὶ ὁ βασιλεύς, ὅτι δὲν θέλω καταπεισθῆ κατ’ οὐδένα τρόπον εἰς ταύτην τὴν ἀπίθανον κατηγορίαν».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀπεσταλμένος ἐπῆγε καὶ τὰ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν βασιλέα, ἐκεῖνος δὲ ἔστειλε παρευθὺς καὶ ἐκάλεσε τὸν Πατριάρχην, νομίζων ὅτι, ὅταν ἔλθῃ αὐτοπροσώπως, θέλει ὑπακούσει εἰς τὴν ἐξουσίαν. Ὁ μέγας Ταράσιος ὅμως ἐλθὼν εἰς τὸν βασιλέα, τοῦ εἶπε πολλὰς σωτηριώδεις νουθεσίας, διὰ νὰ ἀφήσῃ αὐτὴν τὴν παρανομίαν· ἀλλ’ ὁ βασιλεὺς δὲν κατεπείσθη καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀδιαντροπίαν· «Ἐπειδὴ ἐγὼ ἔχω ἀγάπην εἰς τὴν Ἁγιωσύνην σου ὡς εἰς πατέρα, ἀνέφερα καὶ πρωτύτερα πρὸς σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς ἐμὲ καὶ τώρα πάλιν θέλω νὰ σοῦ τὸ φανερώσω καθαρώτερα μὲ τὸ ἴδιόν μου στόμα· ἡ σύζυγος, ἡ ὁποία μοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν βοηθός, ἐφάνη ἐπίβουλος τῆς βασιλείας μου, ἐπειδὴ δὲ ὁ νόμος προστάζει νὰ χωρισθῶ ἀπ’ αὐτήν, δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντιταχθῇ· διότι τὰ αἴτια εἶναι φανερὰ καὶ ἢ θάνατον πρέπει νὰ λάβῃ ἤ, τὸ φιλανθρωπότερον, νὰ διέλθῃ ὅλην τὴν ζωήν της μὲ ἐπιτίμια· ἐπειδὴ τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον ἠθέλησε νὰ κάμῃ, δὲν ἔμελλε νὰ γίνῃ εἰς ποταπόν τινα ἄνθρωπον, ἀλλὰ εἰς ἐμὲ τὸν γνήσιον ἄνδρα της καὶ βασιλέα πιστότατον καὶ φοβερὸν εἰς τὰ ἔθνη, τὸ τοιοῦτον δὲ κακὸν ἤθελεν ἀναστατώσει ὅλην τὴν οἰκουμένην. Τί ἄλλο λοιπὸν κακὸν φρικτότερον καὶ πλέον ἐπικίνδυνον ἀπὸ αὐτὸ ἤθελες νὰ πράξῃ, ἀφοῦ μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔκαμε δὲν ἔχει τί νὰ ἀπολογηθῇ; Εἶναι δὲ καιρὸς νὰ σοῦ δείξω καὶ τὸ δηλητήριον, τὸ ὁποῖον εἶχε κατεσκευασμένον διὰ νὰ μοῦ δώσῃ, ἵνα βεβαιωθῇ περὶ τούτου καὶ ἡ Πατρωσύνη σου καὶ χωρὶς ἀναβολὴν καιροῦ νὰ τὴν κάμῃ νὰ ὑποκλίνῃ εἰς τὰ Κανονικὰ ἐπιτίμια καὶ νὰ προκρίνῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν, ἐὰν θέλῃ νὰ παραμείνῃ μετὰ τῶν ζώντων· διότι τὸ δηλητήριον, τὸ ὁποῖον εἶχε κατασκευάσει δι’ ἐμέ, εὑρίσκεται ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἔχω πλέον σύζυγόν μου». Ταῦτα λέγων, ἔκαμε νεῦμα εἰς τοὺς ὑπηρέτας του καὶ ἔφερον ἔμπροσθεν τοῦ Πατριάρχου δοχεῖα ὑάλινα περιέχοντα τὸ δηλητήριον, τὸ ὁποῖον, ὡς ἔλεγεν ὁ βασιλεύς, ἤθελε νὰ τοῦ δώσῃ ἡ βασίλισσα, διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ, ἢ διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ γίνῃ ἔξω φρενῶν.