διορίσας φύλακας αὐτοῦ μὲ ὀνόματα συγκέλλων, ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ κανεὶς ἄδειαν νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Πατριάρχην, χωρὶς νὰ περάσῃ πρῶτον ἀπὸ αὐτούς, νὰ συνδιαλέγεται δὲ ἐπὶ ὅσων μόνον ἤθελον φανῇ εὔλογα εἰς αὐτούς. Ἀφήνω τὴν σκληρότητα τὴν ὁποίαν ἐδείκνυεν ὁ βασιλεὺς κατ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἦσαν πλησίον τοῦ Πατριάρχου καὶ τὸν ἐθεράπευον, τιμωρῶν καὶ ἐξορίζων αὐτοὺς ἀδίκως καὶ παραλόγως, διότι ἐνόμιζεν ὅτι μὲ αὐτὰ θέλει τοῦ προξενήσει λύπην. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος τὰ ἐδέχετο ὅλα μὲ μεγάλην μακροθυμίαν καὶ καρτεροψυχίαν, ὡς συμφέροντα, ὢν ὡπλισμένος μὲ τὸν ἀδαμάντινον λογισμὸν τοῦ Ἰώβ. Οὐδέποτε δὲ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ λόγος μικρόψυχος, ἀλλὰ εἰς ὅλα τὰ συμβαίνοντα εἶχε φρόνημα ὑψηλὸν καὶ ἀμέτοχον ἀπὸ κάθε κακίαν. Καὶ ταῦτα μὲν συνέβαινον ἕως ὅτου ἐβασίλευεν ὁ Κωνσταντῖνος Ϛ’, τούτου δὲ ἐκθρονισθέντος κατὰ τὸ ἔτος ψϟζ’ (797) ἔμεινεν ὁ Ἅγιος ἐλεύθερος. Μετὰ πέντε ἔτη ἀπέθανε καὶ ἡ Εἰρήνη, ἐβασίλευσε δὲ ὁ ἀπὸ Γενικῶν Νικηφόρος Α’ ἐν ἔτει ωβ’ (802), ὅστις πολὺ ἐσέβετο τὸν Πατριάρχην. Ἐλευθερωθεὶς λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ μείνας ἀτάραχος ἠγωνίζετο καὶ πάλιν εἰς τὰς συνηθισμένας του ἀρετάς, μὴ παύων καθ’ ἑκάστην ἀπὸ τοῦ νὰ ποιμαίνῃ θεαρέστως τὸ ποίμνιόν του, στερεώνων αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ διδάσκων νὰ φυλάττουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε κακίαν.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκυβέρνησεν ὁ Ἅγιος μετὰ τοιούτου ζήλου τὴν Ἐκκλησίαν ἐπὶ εἴκοσι καὶ δύο χρόνους, ἠσθένησε καὶ αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ δεινὴν ἀσθένειαν, φλεγόμενος ὅμως ἀπὸ τὸν διάπυρον ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐφρόντιζε παντελῶς διὰ τὸ σῶμα, ἀλλ’ ἀκουμβῶν τὰ στήθη του εἰς ἓν ξύλινον τετράποδον, τὸ ὁποῖον εἶχε τοποθετημένον ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ἐτέλει μετὰ θέρμης τὴν θείαν Λειτουργίαν, δὲν ἔπαυε δὲ καθ’ ἑκάστην ἀπὸ τοῦ νὰ ἐκτελῇ μὲ μεγάλην εὐλάβειαν, τὰ θεῖα Μυστήρια· ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀσθένειά του ἐχειροτέρευσεν, ἔπεσεν εἰς τὸ κρεββάτι καὶ τότε ἔγινεν ἓν θαῦμα παράδοξον καὶ φοβερόν· ἦλθεν εἰς ἔκστασιν ὁ Ἅγιος καὶ ἐδείκνυε, ὅτι εἶχε πόλεμον μὲ τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς ἡμῶν, ἠναντιώνετο δὲ σφοδρῶς διὰ λόγων εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπρόβαλλον ἐκεῖνοι, ψευδῶς κατηγοροῦντες αὐτόν, λέγων πρὸς αὐτοὺς ὅτι δὲν ἔχουν καμμίαν αἰτίαν εὔλογον νὰ τὸν ἐγκαλοῦν, διότι ἡ συνείδησίς του δὲν τὸν τύπτει διὰ κανὲν ἔγκλημα, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ λέγουν· κατὰ ἀλήθειαν ἦτο νὰ θαυμάσῃ κανείς, πῶς ἐφύλαξεν ὁ μακάριος καθαρὰν κατὰ πάντα τὴν συνείδησίν του, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορέσουν οἱ φθονεροὶ ἐκεῖνοι ἐχθροὶ νὰ τὸν ἀποδείξουν πταίστην οὔτε εἰς τὸ παραμικρὸν πταίσιμον. Ὅταν δὲ τὸ ὄργανον τῆς γλώσσης ἀπέκαμεν ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς ἀπαντᾷ μὲ λόγια, τοὺς ἀπήντα μὲ τα χείλη,