Ὅταν λοιπὸν παρέστησεν τὸν Ἅγιον ἐνώπιόν του, λέγει πρὸς αὐτόν· «Τί ἔπαθες, ἀνόητε, καὶ τὴν ἰδικήν μου φιλανθρωπίαν ἀνταποδίδεις διὰ τόσων πολλῶν κακῶν, ὥστε δικαίως νὰ εἶσαι ἄξιος ἀκόμη μεγαλυτέρων τιμωριῶν;». Ὁ μακάριος Ὀνήσιμος ἀπεκρίθη τότε· «Ἐγὼ ἐπερίμενα, ὦ ἔπαρχε, ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπροτιμοῦσες τὸ καλύτερον καὶ φρονίμως θὰ ἐγκατέλειπες τὸ χειρότερον, καὶ ὅτι, ἀφοῦ θὰ προσήρχεσο εἰς τὸν Χριστόν, θὰ ἐγίνεσο δοῦλος αὐτοῦ μὲ εἰλικρινῆ πίστιν καὶ καθαρὰν πολιτείαν δι’ ὅλον τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς σου, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν, εἰς ἐμὲ δὲ θὰ ἐπέτρεπες νὰ προχωρῶ ἀνεμποδίστως τὸν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ μὴ στερηθῇ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὅπως βλέπω, σὺ ἐξακολουθεῖς νὰ μένῃς εἰς τὴν προτέραν ἀνοησίαν σου καὶ ἐφόρεσες ὡς ἔνδυμα τὴν ἀσέβειαν, ἡ ὁποία ὅπως τὸ ὕδωρ εἰσῆλθεν εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ ὡς ἔλαιον διεπότισε τὰ ὀστᾶ σου».
Μόλις ἤκουσεν αὐτὰ ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τεντωθῇ ὁ Μάρτυς ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη καὶ νὰ δέρεται μὲ χονδρὰς ράβδους καθ’ ὅλον τὸ σῶμα. Δερομένου λοιπὸν τοῦ Μάρτυρος ἀσπλάγχνως ἐπὶ πολλὰς ὥρας, αἱ μὲν σάρκες του ἀπεσπῶντο ἐλεεινῶς ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν μαζὶ μὲ τὸ ρέον αἷμα του, τὰ δὲ ὀστᾶ του συνετρίβοντο, ἀλλ’ ὁ τόνος τῆς ψυχῆς του οὐδόλως κατεβάλλετο, καὶ περισσότερον ἐνεδυναμώνετο μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν προσδοκωμένων αἰωνίων ἀγαθῶν. Ὁ δὲ παράνομος δικαστής, ἀφοῦ διέταξε τοὺς δημίους νὰ συντρίψουν ἀσπλάγχνως τὰ σκέλη τοῦ Μάρτυρος, εἰσῆλθεν ἀμέσως εἰς τὸ πραιτώριον, μὴ ὑποφέρων ὁ ἀλιτήριος τὴν ἐξευτελιστικὴν ἧτταν, τὴν ὁποίαν ὑπέστη. Ἀφοῦ δὲ οἱ δήμιοι, σύμφωνα μὲ τὴν παράνομον διαταγὴν τοῦ ἐπάρχου, συνέτριψαν ἀσπλάγχνως μὲ τὰς ράβδους τὰ σκέλη τοῦ Μάρτυρος, ὁ μακάριος Ονήσιμος παρέδωσε τὴν μακαρίαν αὐτοῦ ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ, κατὰ τὴν ιε’ (15ην) τοῦ Φεβρουαρίου μηνός.
Μία δὲ περιφανὴς γυνή, ἐξ ἐκείνων αἱ ὁποῖαι εἶχον σχέσεις ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς βασιλεῖς, πολὺ πλουσία κατὰ τὴν περιουσίαν, πλουσιωτέρα δὲ κατὰ τὴν εἰς τὸν Θεὸν εὐσέβειαν, κατασκευάσασα θήκην ἐκ λαμπροτάτου ἀργύρου, ἐτοποθέτησεν εἰς αὐτὴν λαμπρῶς καὶ φιλοτίμως τὸ λείψανον τοῦ Μάρτυρος, ἐξασφαλίσασα τοιουτοτρόπως δι’ ἑαυτήν, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἐπὶ τῆς γῆς ζωῆς της, τὴν εἰς τὰς οὐρανίους μονὰς κατοικίαν καὶ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ἐκεῖ ἀγαθῶν· εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μιᾶς Θεότητος καὶ Βασιλείας. ᾟ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.