Τῇ ΙΕ’ (15ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου ΟΝΗΣΙΜΟΥ.

ὅ,τι σεῖς νομίζετε φευκτὸν καὶ δύσκολον, δι’ ἡμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ἀρεστὸν καὶ χαρμόσυνον διὰ τὴν θερμὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν. Οὔτε καὶ σταματῶμεν μόνον εἰς ἐκεῖνα ποὺ βλέπομεν, διότι ἡ πραγματικὴ πατρίς μας πιστεύομεν ὅτι ὑπάρχει εἰς τοὺς οὐρανούς. Διὰ τοῦτο προθύμως θυσιαζόμεθα πρὸς χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποστρεφόμεθα τὴν ματαίαν λατρείαν τῶν εἰδώλων, μὴ παραμένοντες μόνον εἰς τὰ ὁρατά, ἀλλὰ προσέχοντες ἀδιαλείπτως εἰς τὰ νοούμενα. Διότι τὰ μὲν ὁρατὰ ρέουν ὅπως τὸ ὕδωρ καὶ παρέρχονται ὅπως τὸ ὄνειρον, ἐκεῖνα δέ, τὰ νοούμενα, παραμένουν διαρκῶς ὡς αἰώνια καὶ ἀθάνατα.

Ὅταν ἤκουσεν αὐτὰ ὁ ἔπαρχος εἶπεν· «Ἄφησε αὐτὰς τὰς πολλὰς φλυαρίας καὶ ἀνοησίας καὶ προσπάθησε νὰ ἐξιλεώσῃς μὲ θυσίας τοὺς ἀθανάτους θεούς, διότι, ἂν δὲν θελήσῃς, καὶ χωρὶς τὴν θέλησίν σου θὰ σὲ ἀναγκάσουν εἰς τοῦτο φοβερὰ βασανιστήρια». Τότε ἀπήντησεν ὁ Ἅγιος· «Μὴ σὲ μέλει δι’ αὐτό, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ νομίζεις πρᾶξον τάχιστα, διὰ νὰ μάθῃς ὅτι τίποτε δὲν εἶναι ἱκανὸν νὰ μὲ χωρίσῃ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Μόλις ἤκουσε τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν ὁ ἔπαρχος παρέδωσε τὸν Μάρτυρα εἰς τοὺς φύλακας, διατάξας νὰ ὑποβληθῇ εἰς πολυειδῆ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα νὰ παρατείνουν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον τοὺς πόνους του. Ὁ δὲ δίκαιος Ὀνήσιμος, ὡσὰν νὰ ἔβλεπεν ἤδη καὶ νὰ ἐνετρύφα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Παραδείσου, ὄχι μόνον δὲν ᾐσθάνετο τοὺς πόνους, ἁπὸ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἐδοκίμαζε, ἀλλὰ τοὐναντίον τὰ ἐθεώρει ὡς ἀφορμὴν μεγάλης χαρᾶς.

Ἐπειδὴ δὲ, τὰ βασανιστήρια τοῦ Μάρτυρος εἰς τὴν φυλακὴν παρετείνοντο ἐπὶ δέκα ὀκτὼ ἡμέρας, κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ πολλοὶ προσερχόμενοι πρὸς αὐτὸν ἐδιδάσκοντο καλῶς ἀπὸ τοὺς λόγους του καὶ τὰς συμβουλὰς καὶ παραινέσεις του νὰ σέβωνται τὸν Θεόν, ἀπαρνούμενοι μὲν τὴν θρησκείαν τῶν εἰδώλων, προσερχόμενοι δὲ εἰλικρινῶς εἰς τὴν ἀμώμητον πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Θέλων λοιπὸν ὁ ἔπαρχος νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς φιλανθρωπίας ἐξορίζει τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὴν Ρώμην, ἀποστείλας αὐτὸν μετὰ τῶν ἄλλων ὁμοπίστων του εἰς Ποτιόλους [2], διατάξας συγχρόνως, ὁ ἀνόητος, αὐτὸν νὰ παύσῃ τὸ θεῖον κήρυγμα. Ὁ δὲ θεῖος Ὀνήσιμος, φθάσας εἰς Ποτιόλους, ἐξηκολούθησε καὶ ἐκεῖ τὸ συνηθισμένον ἔργον του, διδάσκων μὲ πολλὴν παρρησίαν εἰς ὅλους τὸ κήρυγμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. Ὅταν ἐπληροφορήθη τοῦτο ὁ ἔπαρχος κατελήφθη ἀπὸ ἀσυγκράτητον θυμὸν καὶ διὰ τῶν δορυφόρων του ἔφερε πάλιν τὸν Μάρτυρα ἐνώπιόν του, ἔχοντα τὰς χεῖρας του εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξύλον καὶ ταλαιπωρούμενον καὶ μὲ πολλὰς ἄλλας κακώσεις.


Ὑποσημειώσεις

[1] Αἱ Κολοσσαὶ ἢ Κολασσαὶ ἦτο πόλις τῆς Μεγάλης Φρυγίας παρὰ τὸν Λύκον ποταμὸν (τουρκιστὶ Τσουροὺκ-σοὺ) πλησίον τῆς Ἱεραπόλεως καὶ τῆς Λαοδικείας.

[2] Ποτίολοι· σπουδαία πόλις τῆς κάτω Ἰταλίας, ἀρχαία Ἑλληνικὴ ἀποικία, εὑρισκομένη πλησίον τῆς Νεαπόλεως.