Ὁ νέος ἀπεκρίθη· «Πόθεν, τίμιε Πάτερ, γνωρίζεις ἐμὲ καὶ τὰ κατ’ ἐμέ;». Καὶ ὁ Γέρων τοῦ λέγει· «Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, τέκνον, ὅστις σὲ ἔστειλεν εἰς ἡμᾶς, αὐτὸς μοῦ ἀπεκάλυψε τὰ περὶ σοῦ». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Νικόλαος κατενύχθη καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ προθυμίαν συγκατοικεῖ μὲ τὸν Γέροντα.
Καρεὶς μετὰ ταῦτα ὁ καλὸς Νικόλαος Μοναχὸς μετωνομάσθη Νεκτάριος. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινεν ἕως αὐτοῦ, καθὼς ποιοῦσι τὴν σήμερον οἱ περισσότεροι τῶν Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι τὸ ὅλον ἔργον τῆς Μοναχικῆς πολιτείας εἶναι τὸ νὰ ἐνδυθοῦν τὸ ἅγιον Σχῆμα καὶ τὰ μαῦρα ἐνδύματα· διὰ τοῦτο, ἀφοῦ τὸ λάβουν, δὲν φροντίζουν νὰ ποιῶσι καὶ τὰς ἀρετάς, τὰς ὁποίας πρέπει νὰ ποιῶσιν οἱ Μοναχοί, οὔτε καὶ συλλογίζονται, ὅτι καθὼς εἶναι ἀναγκαῖον τὸ νὰ λάβουν τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα, οὕτω εἶναι ἀναγκαῖον καὶ τὸ νὰ φυλάττουν τοὺς κανόνας καὶ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ μοναδικοῦ σχήματος, μιμούμενοι τὴν πολιτείαν τῶν Ἀγγέλων. Ὅμως ὁ θεῖος Νεκτάριος δὲν ἐποίησεν οὕτως, ἀλλὰ καθὼς ἔλαβε τὸ σχῆμα, τοιουτοτρόπως ἔσπευδε καὶ ἠγωνίζετο νὰ φυλάττῃ καὶ τὰ ἔργα τοῦ σχήματος καὶ νὰ μιμῆται τὴν πολιτείαν τῶν Ἀγγέλων, ὑποτάσσων τὴν σάρκα εἰς τὸ πνεῦμα, μὲ τὴν ὑπακοήν, μὲ τὴν ἐκκοπὴν τοῦ θελήματος, μὲ τὴν ταπείνωσιν, μὲ τὴν νηστείαν, μὲ τὴν ἀδιάλειπτον προσευχήν, μὲ τὴν ἀγρυπνίαν καὶ μὲ ὅλας τὰς ἀρετάς, αἱ ὁποῖαι ἀνήκουν εἰς τοὺς Μοναχούς. Μὴ ὑποφέρων ὅμως ὁ φθονερὸς διάβολος νὰ βλέπῃ τὸν Νεκτάριον προκόπτοντα τοιουτοτρόπως εἰς τὰς ἀρετάς, τὸν ἐπολέμει μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ προσεπάθει νὰ ἀποχωρίσῃ πρῶτον αὐτὸν ἀπὸ τὴν συνοδείαν τοιούτου ἐναρέτου Γέροντος, ἔπειτα δὲ νὰ τὸν ρίψῃ εἰς πολλὰς παγίδας, ὡς νέον ὄντα καὶ ὡς μὴ βοηθούμενον ἀπὸ τὰς εὐχὰς τοῦ Γέροντος· διότι ἐγνώριζεν ὁ μιαρός, ὅτι ἐν ὅσῳ εὑρίσκεται ὁμοῦ μὲ τὸν Γέροντα δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν παγιδεύσῃ μὲ τὸ νὰ στηρίζεται ἀπὸ τὰς εὐχὰς καὶ τὰς πατρικὰς νουθεσίας τοῦ Γέροντος.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ παγκάκιστος ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ κατορθώσῃ τίποτε μὲ τὸν πόλεμον αὐτὸν τῶν λογισμῶν, διότι ὁ Θεὸς ἐσκέπαζε τὸν Ὅσιον, τὶ μηχανεύεται; Ἀνάπτει φθόνον εἰς τὴν καρδίαν ἑνὸς παραδελφοῦ του, ὑποτακτικοῦ τοῦ αὐτοῦ Γέροντος, καὶ τὸν κινεῖ ἐναντίον τοῦ Νεκταρίου τόσον, ὥστε ἐφώναζε φανερά· «Ἢ θὰ ἐκδιωχθῇ ὁ Νεκτάριος ἢ εἷς ἐκ τῶν δύο μας θὰ φονευθῇ». Ὁ δὲ Γέρων ὁμοῦ μὲ τὸν Διονύσιον Ἰάγαριν, ἀκούσαντες τοῦτο ἐφοβήθησαν καὶ ἐνουθέτουν αὐτὸν μὲ πολλὰ λόγια ἀπὸ τὰς Ἁγίας Γραφὰς καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρας, διὰ νὰ ἀφήσῃ αὐτὸν τὸν ἄδικον φθόνον, τὸν ὁποῖον εἶχε κατὰ τοῦ Νεκταρίου.