ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ὁ θεῖος Πατὴρ ἡμῶν οὗτος πατρίδα εἶχε τὸ Μοναστήριον, πόλιν τῆς Μακεδονίας ἀνήκουσαν νῦν εἰς τοὺς Γιουγκοσλάβους καὶ καλουμένην ὑπ’ αὐτῶν Βιτώλια. Οἱ γονεῖς δὲ τούτου ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· διὰ τοῦτο, ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ ἔμελλον νὰ αἰχμαλωτίσουν τὸν τόπον αὐτόν, ἡ μήτηρ τοῦ Ὁσίου, εὑρισκομένη ἔξω είς τὸ ἁλώνιόν των, εἶδεν ἐν ὁράματι τὴν πανάχραντον Θεοτόκον, ἥτις τὴν προσέταξε νὰ λάβῃ τὸν ἄνδρα καὶ τὰ τέκνα της καὶ νὰ φύγουν τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὴν χώραν ἐκείνην, νὰ κρυφθοῦν δὲ εἰς μέρος ἀσφαλές, διότι μέλλει νὰ τὴν καταλάβουν οἱ Ἀγαρηνοί. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξύπνησε, τρέχει παρευθὺς εἰς τὸν οἶκόν των καὶ φανερώνει εἰς τὸν σύζυγόν της τὸ ὅραμα, λαβόντες δὲ τὰ τέκνα των ἔφυγον ἀπὸ τὴν χώραν καὶ ἐκρύφθησαν εἴς τι μέρος, τὸ ὁποῖον ἐνόμιζον πλέον ἀσφαλέστερον.
Ἀφοῦ δὲ οἱ βάρβαροι κατέλαβον τὴν χώραν ἐκείνην καὶ ὅλα τὰ πλησιόχωρα μέρη καὶ κατέπαυσεν ἡ ταραχή, ἐξῆλθον ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἦσαν κεκρυμμένοι οἱ γονεῖς τοῦ Νεκταρίου, διαφυλαχθέντες ἀβλαβεῖς μὲ τὴν σκέπην καὶ προστασίαν τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποίαν πολλὰ ηὐχαρίστουν ἐξ ὅλης των τῆς ψυχῆς, μὲ λύπην ὁμοῦ καὶ χαράν μὲ λύπην μὲν διὰ τὴν καταδρομὴν τῶν βαρβάρων καὶ τὴν διαρπαγὴν τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, ἡ ὁποία παρεχωρήθη νὰ γίνῃ εἰς αὐτοὺς διὰ τὰς ἁμαρτίας των· μὲ χαρὰν δὲ, διὰ τὴν παράδοξον σωτηρίαν τὴν ὁποίαν ἠξιώθησαν νὰ λάβουν διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου.
Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ Νεκταρίου, γέρων ὢν τὴν ἡλικίαν, μὲ συγκατάθεσιν τῆς γυναικός του ἀφῆκε τον κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ καὶ λαβὼν τὰ δύο ἀρσενικὰ τέκνα, τὰ ὁποῖα εἶχεν, ἐξ ὧν ὁ εἷς ἦτο ὁ Νεκτάριος, ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ἐκεῖ ὑπάρχοντος ὄρους. Ἐκεῖ ἐγένετο Μοναχὸς μετονομασθεὶς Παχώμιος, ἡσύχαζε δὲ προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν καὶ προσέχων εἰς αὐτὸν καὶ ἐπιμελούμενος, ἵνα ἀναθρέψῃ τὰ δύο τέκνα του καὶ νὰ τὰ παιδαγωγήσῃ μὲ φόβον καὶ παιδείαν Κυρίου, κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ θείου Παύλου. Καὶ ὁ μὲν Παχώμιος τοιουτοτρόπως ἐκεῖ ἐπολιτεύετο· ὁ δὲ Θεὸς θαυματουργεῖ εἰς τὰς ἡμέρας του τοιοῦτον θαυμάσιον.
Συνήθειαν εἶχον οἱ ἐκεῖ πλησίον εὑρισκόμενοι Χριστιανοὶ νὰ λαμβάνουν μερίδιον ἁπὸ τοὺς καρποὺς καὶ τὰ γεννήματα τῆς γῆς των, ὅσον ἤθελεν ἕκαστος, καὶ νὰ τὸ προσφέρουν εἰς τὸ προειρημένον Μοναστήριον διὰ νὰ τρέφωνται οἱ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο εἰς αὐτὸ καὶ διὰ νὰ τελῆται μὲ αὐτὰ κατ’ ἔτος ἡ πανήγυρις τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ.