Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ὁ ἀθλήσας ἐν τῇ Νέᾳ Ἐφέσῳ κατὰ τὸ ἔτος ͵αωα’ (1801), ξίφει τελειοῦται.

Ὀργισθεὶς τότε ὁ κριτὴς διὰ τὴν μετὰ τόσης παρρησίας ἀπόκρισιν τοῦ Μάρτυρος, ἐπρόσταξεν εὐθὺς τὸν ἀξιωματικὸν τῆς φρουρᾶς νὰ τὸν ὁδηγήσῃ δεδεμένον εἰς τὴν φυλακήν. Εἶπε τότε ὁ Μάρτυς πρὸς τὸν ἀξιωματικόν· «Ἄνθρωπε, διατί θέλεις νὰ μὲ δέσῃς; Μήπως εἶμαι κλέπτης ἢ φονεύς; Ἐγὼ ἦλθα ἐθελουσίως διὰ νὰ ὁμολογήσω τὴν Πίστιν μου τὴν Ἁγίαν· Χριστιανὸς εἶμαι». Ὅμως ὁ ἀξιωματικὸς τὸν ἔφερεν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐκεῖ ἔδεσε πέριξ τοῦ λαιμοῦ του τὴν ἁλυσίδα τὴν μεγάλην, τοὺς δὲ πόδας του προσέδεσεν εἰς τὸ ξύλον. Ποίου εἴδους βασανιστήρια τοῦ ἔκαμαν ἐκείνην τὴν νύκτα, δὲν ἀπεκαλύφθησαν. Τοῦτο μόνον γνωρίζομεν, ὅτι τὴν Πέμπτην τὸ βράδυ τὸν παρεκίνουν νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστιν των καὶ νὰ τὸν ἀπολύσουν· καὶ ὅτι ἄλλοι τοῦ ὑπέσχοντο χρήματα πολλά, ἄλλοι δὲ τὸν ἠπείλουν. Ὁ δὲ Μάρτυς τοῦτο μόνον ἔλεγε· «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω». Ἀπάνθρωποι δέ τινες Τοῦρκοι, βλέποντες τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, ἀπὸ τὴν μανίαν των ἔσφιγγον κάτωθεν τὰ δίδυμά του καὶ μὲ τοὺς ὄνυχάς των τὰ ἐξέσχιζον.

Τὴν Παρασκευὴν συνήχθησαν πάντες εἰς τὸ κριτήριον καὶ ἐπρόσταξαν νὰ φέρουν πρὸ αὐτῶν τὸν Μάρτυρα. Τότε ἔφεραν τοῦτον ὡς κατάδικον, μὲ δεδεμένας ὄπισθεν τὰς χεῖρας. Ἐκεῖ ἤρχισεν ὁ κριτὴς νὰ τοῦ ὁμιλῇ μὲ ἡμερότητα καὶ ὡς πατὴρ δῆθεν νὰ τὸν παρακινῇ λέγων· «Ἔλα, παιδί μου, μετανόησον καὶ κατόπιν πήγαινε ὅπου θέλεις καὶ νὰ εἶσαι ὅ,τι θέλεις· ἢ Τοῦρκος ἢ Χριστιανὸς ἢ ὅ,τι ἄλλο ἐπιθυμεῖς». Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ τὴν Πίστιν μου θέλω». Τότε λέγει εἷς ἐξ αὐτῶν· «Δὲν πταίει οὗτος· πταίουν οἱ Ἱερεῖς των, οἵτινες τοὺς διδάσκουν ὅτι ἐκεῖ ὅπου ἀρνηθοῦν τὴν Πίστιν των ἐκεῖ νὰ τὴν ὁμολογήσουν καὶ πάλιν». Ἐπεμβὰς τότε ὁ μουφτῆς (νομοδιδάσκαλος τῶν Ὀθωμανῶν) εἶπε· «Λοιπὸν αὐτὸν νὰ μὴ τὸν κρεμάσωμεν, ἀλλὰ νὰ τὸν κόψωμεν μὲ τὸ σπαθί». Πρὸς δὲ τὸν Μάρτυρα ἀποτεινόμενος εἶπε· «Τὰ ἐνενήκοντα εἶναι περισσότερα ἢ τὰ ἑκατόν;». Ἀπεκρίθη ὁ Μάρτυς· «Αὐτὸ τὸ ὁποῖον μὲ ἐρωτᾷς τὸ γνωρίζουν καὶ τὰ νήπια». Εἶπε δὲ τοῦτο ὁ μουφτῆς δοκιμαστικῶς, μήπως ἀποκριθῇ ὁ Μάρτυς τίποτε ἄλλο, διὰ νὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι εἶναι ἔξω φρενῶν καὶ νὰ τὸν ἐκδιώξουν. Τέλος, βλέπων ὁ κριτὴς τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, ἐξέδωκε τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν· καὶ οὕτως οἱ δήμιοι συνοδεύσαντες τὸν Ἅγιον μὲ ὁρμὴν πολλὴν καὶ μεγάλην ἀγριότητα, τὸν ἔφεραν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου καὶ τὸν ἐπρόσταξαν νὰ γονατίσῃ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ Ἐφέσου Παλαιᾶς τε καὶ Νέας, βλέπε ἐκτενὴ ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ ΙΑʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλλησίῷ ὄρει ἀσκήσαντος, τῇ Ζʹ (7ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου.

[2] Περὶ τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Πολυδώρου βλέπε εἰς τὴν γʹ (3ην) Σεπτεμβρίου, ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», καθ’ ἣν ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη αὐτοῦ.