ὅθεν βλέποντες ἐκεῖνοι ὅτι δὲν τοὺς ὑπακούει, καὶ γνωρίσαντες τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης της, καὶ τὸν μεγάλον πόθον τὸν ὁποῖον εἶχε διὰ τὴν μοναδικὴν ζωήν, τέλος πάντων ἔδωκαν εἰς αὐτὴν τὴν ἄδειαν νὰ ὑπάγῃ νὰ ἡσυχάσῃ καὶ νὰ πολιτεύηται τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν, ὅπου εὐχαριστεῖται καὶ ἀρέσκεται, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρογονικήν της κληρονομίαν ἐξεχώρισαν καὶ τὴν ἀφῆκαν εἰς τὴν ἐξουσίαν της, νὰ τὴν οἰκονομήσῃ ὡς θέλει.
Ἡ δὲ κυριώνυμος Μαρία καὶ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἄμωμος νύμφη, τὰ μὲν κινητὰ πάντα διεμοίρασε, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, εἰς χήρας καὶ ὀρφανὰ καὶ πτωχούς· τὰ δὲ ἀκίνητα, χωράφια δηλαδὴ καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ἄφησεν εἰς τὰς ἀδελφάς της, νὰ τὰ καλλιεργῶσι καὶ νὰ τὰ ἐπιμελῶνται, ἕως οὗ νὰ τὴν φωτίσῃ ὁ Θεὸς νὰ τὰ οἰκονομήσῃ κατὰ τὸ θέλημά του, πρὸς ψυχικήν της ὠφέλειαν. Καὶ λοιπὸν ἀφ’ οὗ οὕτω καλῶς διετάξατο τὰ ἑαυτῆς πάντα, ἄφησε τὴν Βολισσὸν καὶ ἦλθε πάλιν εἰς τὴν Κατάβασιν, εἰς τὸ πρῶτόν της ἡσυχαστήριον· τὴν δὲ ὀλίγην ἐκείνην τροφήν, ἥτις ἦτο ἀναγκαία πρὸς συντήρησιν τοῦ σώματός της διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν παντελῆ ἀσιτίαν, ἐφρόντιζε καὶ ἔφερε μία ἁδελφή της. Ἔμεινε, δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν Κατάβασιν ἡσυχάζουσα καὶ ἀγωνιζομένη τρεῖς ὁλοκλήρους χρόνους, ἀλλὰ κατὰ μὲν τὸ σῶμα εὑρίσκετο εἰς τὴν Κατάβασιν, κατὰ δὲ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν καὶ τὴν διάνοιαν εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀνάβασιν καὶ εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, φανταζομένη τὰ ἀνεκλάλητα ἐκεῖνα κάλλη καὶ τὰς ὡραιότητας καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς διατιθεμένη κατὰ τὸν Προφήτην. Μετὰ δὲ τὰ τρία ἔτη, θέλων ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς νὰ φανερώσῃ τὸν κρυπτόμενον θησαυρόν, διὰ νὰ πλουτίσῃ καὶ ἄλλους μὲ τὸν οὐράνιον πλοῦτον τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ θέσῃ τὸν λύχνον ἐπάνω εἰς τὴν λυχνίαν, διὰ νὰ φωτίσῃ καὶ ὁδηγήσῃ καὶ ἄλλους εἰς ὁδὸν σωτηρίας, καθὼς ἔδειξαν τὰ πράγματα ὕστερον, ἐνέπνευσεν εἰς τὴν διάνοιάν της λογισμὸν ἀγαθόν, καὶ πόθον ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν της θερμόν, νὰ καταβῇ εἰς τὴν χώραν, ὅπου ἦσαν τότε πολλὰ γυναικεῖα Μοναστήρια, διὰ νὰ εὕρῃ παραδείγματα ἀρετῶν καὶ νὰ ὑποταχθῇ εἰς Γερόντισσαν, κατὰ τοὺς νόμους τῆς μοναδικῆς πολιτείας.