ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ἡ Ὁσία καὶ παναοίδιμος Μήτηρ ἡμῶν ἡ Νέα, ἦτο ἀπὸ τὴν κωμόπολιν τῆς Θρᾴκης Ἐπιβάται κειμένην πλησίον τῆς πόλεως Σηλυβρίας [1]. Οἱ γονεῖς της ἦσαν εὐγενεῖς, ἔνδοξοι καὶ πολὺ πλούσιοι, ἀλλὰ εὐσεβέστατοι καὶ χριστιανικώτατοι. Γεννήσαντες δὲ τὴν Ὁσίαν ταύτην Παρασκευήν τὴν ἀνέτρεφον ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου καὶ εἰς ὅλα τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα τὴν ἐγύμνασαν παρευθὺς ἀπὸ τὴν μικράν της ἡλικίαν. Ὅταν δὲ ἔγινε δέκα ἐτῶν, ἐπῆγε μίαν φορὰν ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα της εἰς μίαν Ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ ὅταν ἤκουσεν ἡ μακαρία τὴν περικοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου, ἥτις λέγει «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. ιϛ’ 24), εὐθὺς ἐτρώθη ἡ καρδία της καὶ ἐκυριεύθη ὅλη ἀπὸ τὴν θείαν ἀγάπην καὶ ἐξελθοῦσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ἤρχισεν εὐθὺς νὰ ἀρνῆται ἡ θεόφρων τὸν ἑαυτόν της καὶ νὰ βάλλῃ εἰς ἔργον τὰ Εὐαγγελικὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἤκουσεν.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἰς τὸν δρόμον ὅπου ἐπήγαινε μετὰ τῆς μητρός της συνήντησε μίαν πτωχήν, λυπηθεῖσα αὐτήν, διέφυγε μὲ τρόπον τὴν προσοχὴν τῆς μητρός της καὶ ἐπῆγε πρὸς ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἀφοῦ συνήντησε, μετεχειρίσθη τρόπον πολὺ ἐπιτήδειον καὶ τὴν κατέπεισε νὰ τῆς δώσῃ τὰ παλαιὰ καὶ ξεσχισμένα ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκείνη. Ἔπειτα ἐκδυθεῖσα τὰ ἰδικά της λαμπρὰ φορέματα, τὰ ἔδωσεν εἰς τὴν πτωχὴν καὶ ἐφόρεσεν ἐκείνη τὰ πτωχικὰ καὶ ξεσχισμένα. Ἀφ᾽ οὗ δὲ ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ τὴν εἶδον οἱ γονεῖς της μὲ τοιαῦτα φορέματα καὶ ἔμαθον τὸ γενόμενον, θέλοντες νὰ τὴν διορθώσουν, ὡς ἀνήλικον τάχα, διὰ νὰ μὴ τὸ κάμῃ ἄλλην φοράν, τὴν ὕβρισαν καὶ τὴν ἐφοβέρισαν ὄχι μόνον μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ δαρμούς· πλὴν ἡ Παρασκευὴ δὲν ἤλλαξε τὴν φιλόπτωχον γνώμην της, ἀλλὰ καὶ δευτέραν καὶ τρίτην φορὰν καὶ πολλάκις ἔδωκε τὰ φορέματά της εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ οὔτε τὰς ὕβρεις, ποὺ ἤκουε διὰ τοῦτο ἀπὸ τοὺς γονεῖς της συνελογίζετο οὔτε τοὺς δαρμοὺς ποὺ ἐλάμβανεν ἐφοβεῖτο. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔκαμνε τότε, ὃταν ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν πατρικήν της οἰκίαν, τὰ ὁποῖα ἦσαν ὡς σημεῖα καὶ προοίμια καὶ ἀρχαὶ τῆς μετὰ ταῦτα ἀρετῆς καὶ τελειότητός της.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ θεῖος πόθος ἤναψε μέσα εἰς τὴν καρδίαν της καὶ δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὑπομένῃ, λανθάνει τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς δούλους της καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς της, καὶ ἀναχωρήσασα ἀπὸ τὴν πατρίδα της ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.