Ἑσπέρα ἦτο καὶ ἐξημέρωνεν ἡ δεκάτη τετάρτη τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός, εἰς τὴν ὁποίαν ἡμέραν ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ τὴν μνήμην τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Γερβασίου, Προτασίου καὶ Κελσίου, εἷς δὲ Ἱερομόναχος, Ἀμβρόσιος τὸ ὄνομα, ἐπῆγε νὰ ψάλῃ κατὰ τὴν συνήθειαν ἑσπερινὸν εἰς τὴν ἐφημερίαν του, ὅπου ἦτο ὁ Ναὸς τῆς Ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὸ ἀνώτερον καὶ ἀκρότατον μέρος τοῦ Παλαιοκάστρου.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Ἱερομόναχος ἔψαλλε τὸν ἑσπερινόν, ἤρχισε νὰ πίπτῃ βροχὴ τόσον πολλὴ καὶ τόσον ραγδαία καὶ ἀδιάκοπος, ὥστε δὲν ἐφαίνετο ὡς νὰ ἔπιπτε βροχή, ἀλλ’ ἐφαίνοντο ὡσὰν νὰ ἐχύνοντο ποταμοί, καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐγίνετο καὶ κρότος μέγας καὶ ταραχὴ ἠκούετο φοβερά· ὅθεν ὁ Ἱερομόναχος δὲν ἠδυνήθη πλέον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ κελλίον του, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του καὶ τοῦ ἐφαίνετο, ὅτι βεβαίως ὀργὴ θεϊκὴ εἶναι καὶ βούλεται ὁ Θεὸς νὰ καταποντίσῃ τὴν νῆσον· ὅθεν καὶ κυριευμένος ἀπὸ φόβον μέγαν ἤρχισε νὰ προσεύχηται ἐκεῖ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ παρακαλῇ τὸν φιλάνθρωπον Δεσπότην νὰ παύσῃ τὸν θυμόν του καὶ νὰ μεταβάλῃ τὴν δικαίαν ἀγανάκτησιν εἰς οἰκτιρμοὺς καὶ ἔλεος πρὸς τὸν λαόν του, μὴ γνωρίζων ἀκόμη, ὅτι καὶ ἡ θάλασσα ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ ὅριά της καὶ ὥρμησε μανιακὴ τὸν ἀνήφορον πρὸς τὴν ξηρὰν διὰ νὰ καταποντίσῃ τὴν χώραν.
Φαίνεται δέ, καθὼς ἔδειξαν τὰ πράγματα, ὅτι ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος, ὁ καλὸς Ἀμβρόσιος, ἦτο ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν καὶ τῇ ἀληθείᾳ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἄξιος δηλαδὴ διὰ νὰ ἴδῃ μυστήρια Θεοῦ· ὅτι ἐκεῖ προσευχόμενος καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, διὰ νὰ κοπάσῃ τὴν μεγάλην του ὀργήν, κάποιαν ὥραν κατεβίβασε τὸ στασίδιον καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ λάβῃ μικρὰν ἄνεσιν ἀπὸ τὸν πολὺν κόπον, καὶ καθίσας ὕπνωσε μικρόν, καὶ ἰδού, ὤ τοῦ θαύματος! τοῦ ἐφάνη ἡ στέγη τῆς Ἐκκλησίας ἀνεῳγμένη, ἐκεῖ δὲ εἰς τὸ ὕψος ἓν φωτεινότατον σύννεφον, εἰς τὸ ὁποῖον μέσα εἶδε μίαν σεμνοτάτην γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε τὰς χεῖράς της ὑψηλὰ ἐκτεταμένας πρὸς τὰ οὐράνια, εἰς σχῆμα καὶ θέσιν προσευχομένης.
Ταῦτα ἰδὼν ὁ Πρεσβύτερος ἐφοβήθη καὶ ἔτρεμεν, ἡ καρδία του· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἠκούσθη πρὸς αὐτὸν λέγουσα: «Ἀμβρόσιε, μὴ φοβοῦ· ἐγὼ εἶμαι ἡ Ὁσιομάρτυς Παρασκευή, σέσωσταί σου ἡ πατρίς».