Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἀναγινώσκεται ΔΙΗΓΗΣΙΣ ὠφέλιμος Μάλχου Μοναχοῦ αἰχμαλωτισθέντος.

Τελευταῖον δὲ ἐπεφόρτισεν αὐτὸν ὁ αὐθέντης του νὰ βόσκῃ τὰ πρόβατά του, μὲ τὴν ἐπιστασίαν δὲ ταύτην τῶν προβάτων ἀνεπαύθη ὀλίγον ἐκ τῶν βαρέων προσταγμάτων καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν εἰς τὰς ὁποίας ὑπεβάλλετο πρότερον. Παρηγορεῖτο δὲ ἐκ τῆς ὑπηρεσίας ταύτης συλλογιζόμενος τὰ παραδείγματα τοῦ Πατριάρχου Ἰακὼβ καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, ἔτι δὲ καὶ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Προφήτου καὶ ἀοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, διότι ἐποίμαινε τὰ ἄλογα πρόβατα, εὗρε τὴν βασιλείαν καὶ ποιμαντικὴν τῶν λογικῶν ἀνθρώπων.

Ἐπειδὴ δὲ εὐηρέστησεν ὁ Μάλχος εἰς τὸν αὐθέντην του, διά τε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν προβάτων καὶ τὴν κατασκευὴν τοῦ τυροῦ, ὡς καὶ διὰ τὴν φυλακὴν ὅλων τῶν σκευῶν καὶ ἐδεσμάτων τοῦ οἴκου του, τὰ ὁποῖα παρέδιδε σῷα καὶ ὁλόκληρα μὲ συνείδησιν καθαρὰν καὶ μὲ πίστιν καὶ εἰλικρίνειαν, διὰ ταῦτα, λέγω, τὰ καλὰ τοῦ Μάλχου, ἐσυλλογίζετο ὁ αὐθέντης του Αἰθίοψ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ἀνταπόδοσίν τινα. Πρὸς τοῦτο λοιπὸν ἔκρινε καλόν, νὰ ὑπανδρεύσῃ τὸν Μάλχον μὲ τὴν γυναῖκα ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἠχμαλώτισε μετ’ αὐτοῦ. Ὁ δὲ Μάλχος, προσκληθεὶς ὑπὸ τοῦ κυρίου του καὶ ἀκούσας τοῦτο, κατ’ ἀρχὰς μὲν ἐπρόβαλε διαφόρους προφάσεις καὶ ἀνέβαλε τὸν χρόνον. Ἔπειτα δὲ ἀναγκαζόμενος ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ αὐθέντου του, εἶπεν, ὅτι δὲν δύναται νὰ πράξῃ τοῦτο ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι εἶναι Μοναχός, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι καὶ ἡ γυνὴ δὲν εἶναι ἐλευθέρα, ἀλλὰ συνεζευγμένη μετ’ ἀνδρὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶναι δίκαιον νὰ ἀποστασθῇ τοιουτοτρόπως ἀπὸ τοῦ νομίμου συζύγου αὐτῆς.

Ὁ Αἰθίοψ ἀκούσας τοῦτο ἐξεγύμνωσε τὸ ξίφος του καὶ ἠπείλησεν, ὅτι θὰ τὸν θανατώσῃ. Τότε ὁ Μάλχος ἐμάνθανε διὰ δοκιμῆς τὰ θανατηφόρα βλαστήματα, τὰ ὁποῖα ἐγέννησεν εἰς αὐτὸν ἡ παρακοὴ τοῦ Πνευματικοῦ του Πατρός. Φοβηθεὶς δὲ ἐνυμφεύθη ἀκουσίως τὴν γυναῖχα ἐκείνην, ἀπεφάσισεν ὅμως, νοερῶς, ὅτι κάλλιον νὰ θανατώσῃ αὐτὸς ἑαυτὸν ἢ νὰ συνευρεθῇ μετ’ αὐτῆς. Ἐπειδὴ δὲ ἡ γυνὴ ἐκείνη θαυμασία οὖσα καὶ φρόνιμος καὶ σώφρων, ἔβλεπε τὴν ἀνυπόφορον λύπην καὶ ἀδημονίαν τοῦ Μάλχου, ἐφοβήθη, μήπως, ὡς ἐκ τῆς ὑπερβολικῆς θλίψεως, ἀποθάνῃ· δι’ αὐτὸ τὸν συνεβούλευσε νὰ εἶναι μὲν κατὰ τὸ φαινόμενον ἀναπόσπαστοι καὶ οἱ δύο, διὰ τὸν φόβον καὶ διὰ τὸ ἀνύποπτον τοῦ Αἰθίοπος, νὰ φυλάττωσι δὲ ἐν τῷ κρυπτῷ καθαρὸν καὶ παρθένον τὸν ἑαυτόν των, διότι οὕτω πως, ἔλεγεν ἡ τιμία γυνή, θέλει πεισθῆ ὁ αὐθέντης μας, ὅτι δὲν θὰ μεταχειρισθῶμεν δολιότητα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἔδεσσα· ἀρχαία πόλις ἐν τῇ βορειοδυτικῇ Μεσοποταμίᾳ τῆς Τουρκίας, εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ λόφου Τόρα ντ’ Οὐροῒ καὶ ἐπὶ τοῦ μικροῦ παραποτάμου τοῦ Εὐφράτου, Σκίρτσου. Ἠσπάσθῃ ἐκ τῶν πρώτων τὸν Χριστιανισμόν. Κατὰ τὴν Ὀθωμανικὴν περίοδον ὑπήρξεν πρωτεύουσα ὁμωνύμου Βιλαετίου. Ἡ σημερινὴ Τουρκικὴ ὀνομασία της εἶναι Ὄρφα ἢ Οὔρφα.