Ὅταν δὲ ὁ τύραννος διέταξε τὸν Ἅγιον νὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτόν, εἰπών· «Ἐλθέ, ἵνα εὐχηθῇς ὑπὲρ ἐμοῦ, ἐπειδὴ θὰ ἐκστρατεύσω κατὰ τῶν Βουλγάρων, τότε ὁ Ἅγιος, ἂν καὶ εὑρίσκετο ἐν ἀκινησίᾳ, ὡς εἴπομεν, μετέβη ἀπὸ τῆς Μονῆς μέχρι τοῦ αἰγιαλοῦ δι’ ἁμάξης καὶ ἐπιβιβασθεὶς εἰς πλοῖον ἦλθεν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν. Ἀλλ’ ἂν καὶ ὡς πρόθυμος ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσῃ τὸ προστασσόμενον καὶ νὰ παραστῇ εἰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἐκαλεῖτο, ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ ἀντικρύσῃ τὸν βασιλέα κατὰ πρόσωπον. Ὁ δὲ βασιλεὺς διεμήνυσεν εἰς αὐτόν, εἰπών· «Ἐὰν συγκατανεύσῃς εἰς τὴν παράκλησίν μου καὶ πεισθῇς εἰς τοὺς λόγους μου, γνώριζε ὅτι θέλω γίνει πρόξενος πολλῶν ἀγαθῶν εἰς σὲ καὶ εἰς τὸ Μοναστήριόν σου· ἐὰν ὅμως δὲν θελήσῃς νὰ ὑπακούσῃς, θέλω σὲ κρεμάσει ἐπὶ ξύλου καὶ μὲ τὸ ἰδικόν σου παράδειγμα θέλω τρομοκρατήσει καὶ ὅσους ἄλλους δὲν θὰ θελήσουν νὰ ὑπακούσουν εἰς τοὺς λόγους μου».
Τότε ὁ Ἅγιος ὑπὸ ζήλου θείου πλησθείς, ἀνταπήντησε· «Τὰς δωρεάς σου καὶ τοὺς θησαυρούς σου μὴ δώσῃς εἰς ἐμέ, τὸ δὲ ξύλον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ μὲ κρεμάσῃς, ἢ καὶ τὸ πῦρ, ἑτοίμασον σήμερον, διότι αὐτὰ ἐπιθυμῶ διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ μου ἀγάπην». Ταῦτα ἀκούσας ὁ δυσσεβὴς βασιλεύς, παρέδωκε τὸν Ἅγιον εἰς τὸν Ἰωάννην τὸν ἀποκαλούμενον Μάντιν [3], ὅστις ἐκαυχᾶτο διὰ τοὺς λόγους καὶ τὴν σοφίαν του καὶ ἦτο κυριευμένος ὑπὸ τῆς πλάνης τῶν εἰκονομάχων. Διότι ἐνόμισεν ὁ ἀνόητος τύραννος, ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἠδύνατο νὰ διαστρέψῃ τὸν Ἅγιον μὲ τοὺς λόγους του καὶ τὰς μαγικὰς τέχνας του. Ὡδηγήθη λοιπὸν τότε ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου, τὸ ὁποῖον ἔκειτο πλησίον τοῦ βασιλικοῦ παλατίου. Γενομένης δὲ ἐκεῖ πολλῆς συζητήσεως διὰ τὰς ἁγίας Εἰκόνας, ἦλθεν ὁ Ὅσιος εἰς φιλονικίαν μὲ τὸν Ἰωάννην. Κατανικήσας δὲ τοῦτον μὲ τὴν δύναμιν τῆς σοφίας του κατεβρόντησεν αὐτὸν καὶ τὸν κατέστησεν ἄφωνον, ἀποδείξας οὕτως ὅτι εἶναι ἀμετάθετος εἰς τὸ ὀρθὸν τῆς Πίστεως φρόνημα. Τοιουτοτρόπως ἀπέστειλε κατῃσχυμμένον εἰς τὸν τύραννον τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον τοῦ ψεύδους, ὅστις, ἀντὶ νὰ ἀποκτήσῃ δόξαν καὶ ὑπόληψιν ρήτορος καὶ σοφοῦ, ἀπέκτησε μᾶλλον ὑπόληψιν βαρβάρου καὶ ἀγραμμάτου. Εἶπε δὲ οὗτος πρὸς τὸν βασιλέα· «Εὐκολώτερον, βασιλεῦ, δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ τὸν σίδηρον ἢ νὰ μεταβάλῃ τὸν ἄνδρα τοῦτον». Ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος φέρει τὸν Ἅγιον εἰς τὰ ἀνάκτορα, τὰ ὀνομαζόμενα τοῦ Ἐλευθερίου, καὶ κλείει αὐτὸν εἰς ἓν οἴκημα σκοτεινότατον ἔπειτα διώρισε φύλακας, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ μὴ ἐπιστρέψωσιν εἰς οὐδένα νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ.