Ὁ ἡγεμὼν Μπάϊλος ὅμως εἶχεν ἀκόμη ἀμφιβολίαν, νομίζων ὅτι δὲν ἦτο αὐτὸς ὁ Στέφανος ἢ ὅτι δὲν ἐτυφλώθη ἀληθῶς, ὡς ἐνόμιζον καὶ οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τὸν τυφλόν, τὸν ὁποῖον ὠμμάτωσεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ παράδοξον τοῦ θαύματος δὲν ἄφηνε τὸν ἡγεμόνα καὶ ἄλλους τινὰς νὰ πιστεύσουν ἀμέσως. Ἐπιστρέψας δὲ ὁ Μπάϊλος εἰς τὴν χώραν, προσεκάλεσε τὸν δήμιον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐξώρυξες τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Στεφάνου, ὅπως ἀπεφασίσθη ἀπὸ ἐμέ;». Ἐκεῖνος τότε ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἀληθῶς τὸν ἐτύφλωσε καὶ μάλιστα ὅτι οἱ ἐξορυχθέντες ὀφθαλμοὶ εὑρίσκονται ἀκόμη ἐντὸς λεκάνης. Τούτους, ἀφοῦ ἔφερεν, ἔδειξεν εἰς τὸν ἡγεμόνα, ὅστις οὕτω ἐπίστευσεν, ὅτι εἶναι ἀληθὲς τὸ θαῦμα τοῦτο, ἀφοῦ μάλιστα εἶδε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ εἶναι ἄλλης ὄψεως ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἔλαβε τὴν δευτέραν φορὰν ὁ Στέφανος, ὅστις εἶχε καὶ τὸ σημεῖον τοῦ σιδήρου εἰς τὸ βλέφαρον καὶ τὸ ὁποῖον διεκρίνετο.
Τοῦτο βεβαίως ἐγένετο ἐκ θείας Προνοίας, διὰ νὰ κηρύττεται καὶ νὰ πιστεύεται ὡς ἀναμφίβολον τὸ θαῦμα, ἀπὸ τοῦτο τὸ σημεῖον καὶ ἀπὸ τὴν διαφορετικὴν ὄψιν τῶν ὀφθαλμῶν. Διότι ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ εἶχον τὴν ἰδίαν ὄψιν, πολλοὶ θὰ ἔλεγον ὅτι εἶναι οἱ ἴδιοι ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ καὶ ὅτι οὐχὶ ἀληθῶς τοὺς ἐξώρυξαν. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν διελαλήθη τὸ θαῦμα εἰς ὅλην τὴν Κέρκυραν καὶ ἐπιστεύθη ἀπὸ ὅλους. Τότε ὁ Μπάϊλος, προσκαλέσας τὸν Στέφανον, τοῦ ἐζήτησε συγγνώμην διὰ τὴν ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν ἐξ ἀγνοίας τοῦ ἐπροξένησεν, ἀνταμείψας δὲ μὲ πλούσια δῶρα καὶ περιποιηθεὶς αὐτὸν μὲ πολλὴν ἀγαθότητα, ἔστειλε τοῦτον εἰς τὸν οἶκόν του. Ἀμέσως δὲ κατόπιν ἀνεκαίνισε καὶ τὸν περίβολον τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου, μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν.
Πολλοὶ τότε, ἀσθενεῖς περὶ τὴν ἁγίαν καὶ Ὀρθόδοξον Πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐστερεώθησαν διὰ μέσου τοῦ ὑπερφυοῦς αὐτοῦ θαύματος καὶ ἐπίστευσαν καὶ εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς τὰς Θείας Γραφὰς καὶ ἅτινα μὲ μόνην τὴν ἀκοὴν πιστεύονται, ἰδόντες ταῦτα εἰς τοὺς καιρούς των ἀποδεικνυόμενα καὶ πραγματοποιούμενα. Ὅσοι δὲ ἔμειναν εἰς τὴν ἀπιστίαν, μὴ τιμῶντες τὰ παράδοξα θαύματα, ᾐσχύνθησαν, διότι, ἔχοντες ὀφθαλμούς, καθὼς λέγει ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, διὰ νὰ βλέπουν, δὲν βλέπουν καὶ τὰ ὦτα διὰ νὰ ἀκούουν, δὲν ἀκούουν (Ἰεζ. ιβ’ 2).