Κατακριθεὶς ὅθεν ἀδίκως ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος ὁ ἀναίτιος Στέφανος ἐκλήθη ὑπ’ αὐτοῦ νὰ ἐκλέξῃ ὁποίαν τιμωρίαν προκρίνει, τὴν στέρησιν τῶν ὀφθαλμῶν του ἢ τῶν χειρῶν τὴν ἀποκοπήν; Ἐπειδὴ δὲ ἐφάνη εἰς τὸν Στέφανον ἐλαφροτέρα τιμωρία ἡ τῆς στερήσεως τῶν ὀφθαλμῶν, ἐξέλεξε ταύτην. Ὁδηγήσαντες ὅθεν αὐτὸν θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον εἰς τὸν συνήθη τόπον τῆς καταδίκης, ἐξώρυξαν τοὺς ὀφθαλμούς του παρουσίᾳ πολλοῦ λαοῦ. Ἡ δὲ μήτηρ του κλαίουσα καὶ ὀδυρομένη, μετὰ τὴν τύφλωσίν του, τὸν ἔφερεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Λαζάρου διὰ νὰ ζητῇ ἐλεημοσύνην.
Ἐπειδὴ ὅμως εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον οἱ περισσότεροι τὸν περιέπαιζον καὶ τὸν ὠνείδιζον, ὡς δῆθεν δικαίως παθόντα, διότι ὡς λῃστὴς ἥρπασε τὸ ξένον πρᾶγμα, ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὸν εὐσπλαγχνίζοντο ἦσαν ἐλάχιστοι, ἐσκέφθη, κατὰ θείαν Πρόνοιαν, νὰ ὑπάγῃ μετὰ τῆς μητρός του εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου εἰς πόλιν ὀνομανομένην Κασσιόπην [1], ἥτις ἔχει λιμένα καὶ ἀπέχει δέκα ὀκτὼ μίλια ἐκ Κερκύρας. Ἐντὸς δὲ τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ὑπάργει εἰκὼν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου θαυματουργός. Ἐπειδὴ δὲ ὁ λιμὴν εἶναι κατάλληλος, προσωρμίζοντο ἐκεῖ τὰ πλοῖα ἐξ εὐλαβείας πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐσκέφθη νὰ ὑπάγῃ ὁ Στέφανος νὰ μείνῃ καὶ νὰ ζητῇ ἐλεημοσύνην ἀπὸ τοὺς εἰσερχομένους, ἵνα προσκυνοῦν εἰς τὸν Ναὸν τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Εἰς τοῦτο συνεφώνησε καὶ ἡ μήτηρ του.
Μετέβησαν ὅθεν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Θεομήτορος καὶ ἀφοῦ προσεκύνησαν, κατὰ τὴν συνήθειαν, διηγήθησαν μὲ θρήνους καὶ στεναγμοὺς εἰς τὸν ἐκεῖ τότε διαμένοντα Μοναχὸν τὴν ἄδικον συμφοράν, τὴν ὁποίαν ὑπέστησαν, καὶ τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν μετέβησαν ἐκεῖ, ἐζήτησαν δὲ παρ’ αὐτοῦ μικρὸν κελλίον διὰ κατοικίαν ἵνα μένουν, οὗτος δὲ ἀπήντησεν, ὅτι ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ ἀδελφός, ὅστις κρατεῖ τὸ κλειδίον τοῦ κελλίου, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο νὰ τοὺς ἐγκαταστήσῃ, νὰ μείνουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Κατάκοπος λοιπὸν ὡς ἦτο ἡ μήτηρ τοῦ Στεφάνου ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκοιμήθη.
Ὁ Στέφανος ὅμως, μὴ δυνάμενος ἐκ τῶν πόνων νὰ κοιμηθῇ, ὕπνωσεν ὀλίγον μόνον ἐλαφρὸν ὕπνον. Κατὰ δὲ τὴν νύκτα, ὤ τῶν θαυμασίων Σου, Ὑπεραγία Θεοτόκε, Δέσποινα! ᾐσθάνθη χεῖρας νὰ τὸν ἐγγίζουν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τοὺς ὀφθαλμούς του, τόσον ὥστε ἐξύπνησε μὲ φωνὰς καὶ διελογίζετο ποῖος νὰ τὸν ἤγγισε τόσον δυνατά. Ἰδὼν δὲ γυναῖκα τινά, λαμπροτάτην καὶ πάμφωτον, ἥτις ἐντὸς ὀλίγου ἔγινεν ἄφαντος, διελογίζετο ὅτι ἦτο ὄνειρον καὶ ὄχι γεγονός.