Εὖγε τοῦ θείου σου ζήλου, ἐραστὰ τοῦ Χριστοῦ θερμότατε, ἀργυρώνυμε Μάρτυς καὶ τὴν ψυχὴν ἀδαμάντινε, εὖγε τῆς ἀνδρείας σου, εὖγε τῆς ἀκαταπλήκτου καὶ θαυμαστῆς παρρησίας σου! Τούτους δὲ μόνον τοὺς ἱεροὺς καὶ σωτηρίους λόγους ἐπρόφθασε νὰ εἴπῃ. Χριστιανοὶ ἀδελφοί, ὁ μακάριος Ἀργυρός. Κατόπιν ἠκολούθησεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ καθεὶς δύναται νὰ συμπεράνῃ. Εὐθὺς ὥρμησεν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ὅλον ἐκεῖνο τὸ πλῆθος τῶν φοβερῶν γενιτσάρων καὶ ἔδειραν τοῦτον ἀγρίως ἀλαλάζοντες μὲ βαρβάρους ἰαχάς. Πρέπον λοιπὸν εἶναι νὰ εἴπωμεν καὶ περὶ τοῦ εὐλογημένου τούτου νεανίου, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶπε προφητικῶς ὁ Δαυῒδ διὰ τὸν Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· «Συνήχθησαν ἐπ’ ἐμὲ μάστιγες καὶ οὐκ ἔγνων» (Ψαλμ. λδ’ 15). Ἀσφαλῶς δὲ ἤθελον θανατώσει τὸν Ἅγιον, ἐὰν δὲν ἤρχετο εἰς αὐτοὺς ὁ λογισμὸς νὰ μεταστρέψουν τοῦτον, ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας εὐσέβειαν, εἰς τὴν ἰδικήν των μιαρὰν ἀσέβειαν. Ἡ ἐλπὶς λοιπὸν αὕτη συνέστειλε τὰς χεῖράς των ἀπὸ τὸν δαρμὸν καὶ ἐστάθησαν τριγύρω του, κρατοῦντες γυμνὰς μαχαίρας καὶ πιστόλια καὶ κραυγάζοντες· «Ἢ εἰπέ, ὅτι τουρκεύεις ἢ ταύτην τὴν στιγμὴν σὲ θανατώνομεν».
Ταῦτα μὲν ἔπραττον ἐκεῖνοι. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητής, ὡς βέλη νηπίων τὰς πληγὰς καὶ τὴν ἀπειλὴν αὐτῶν λογιζόμενος, χωρὶς οὐδόλως νὰ δειλιάσῃ, ἐφώναξεν ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ τὴν Πίστιν του δὲν τὴν ἀρνεῖται ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ κάμουν καὶ μάλιστα, ὅτι ἔχει τοῦτο πρὸς δόξαν καὶ τιμήν του, πολὺ δὲ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὴν Πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Κατόπιν τούτου ἔσυραν τὸν Ἅγιον μὲ πολλὴν μανίαν καὶ ἀγριότητα καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸν κριτήν, καταγγείλαντες τὸ τόλμημά του. Ἔδειραν δὲ τοῦτον καὶ ἐκεῖ ἀσπλάγχνως καὶ ἀνηλεῶς, βιάζοντες διὰ παντὸς τρόπου νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἰδικήν του Ἁγίαν Πίστιν καὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἰδικήν των θρησκείαν. Βλέποντες ὅμως, ὅτι ματαίως ἐκοπίαζον, διότι ἡ γνώμη του ἦτο στερεὰ καὶ ἀκλόνητος, ἔπαυσαν τοὺς δαρμοὺς καὶ ἤρχισαν κολακεύοντες καὶ ὑποσχόμενοι δῶρα καὶ ἀξιώματα, μὲ τὴν πονηρὰν ἐλπίδα, μήπως δυνηθοῦν νὰ τὸν ἀπατήσουν καὶ νὰ μεταβάλουν τὴν γνώμην του. Ἀλλὰ μὴ δυνηθέντες οὔτε μὲ τοῦτον τὸν τρόπον, τὸν ἔρριψαν, ὡς ἦτο καταπληγωμένος, εἰς τὴν φυλακήν, ἕως ὅτου ἐξετασθῇ διὰ δευτέραν φοράν.
Μετὰ δύο ἡμέρας ἐξήγαγαν πάλιν τὸν Ἅγιον καὶ τὸν ἐδοκίμαζον. Ἰδόντες δὲ οἱ γενίτσαροι, ὅτι οὗτος ἔμενε σταθερὸς καὶ ἀμετάτρεπτος εἰς τὴν Πίστιν του, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν κριτὴν νὰ κρεμασθῇ. Ὁ κριτὴς ὅμως δὲν εὕρισκεν εὔλογον νὰ ἐκδώσῃ τοιαύτην ἀπόφασιν, λέγων ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἔγκλημά του διὰ θάνατον.