Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΘΕΟΦΙΛΟΣ ὁ Ζακύνθιος, ὁ κατὰ τὴν Χίον μαρτυρήσας ἐν ἔτει ͵αχλε’ (1635), πυρὶ τελειοῦται.

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ὁ νεοφανὴς καὶ λαμπρότατος ἀστὴρ ἦτο ἀπὸ τὴν νῆσον Ζάκυνθον, ναύτης τὴν τέχνην, ταξιδεύων μὲ πλοῖον. Ἔτυχε δὲ κατὰ συνεργείαν τοῦ δαίμονος νὰ σκανδαλισθῇ μὲ τὸν πλοίαρχον· ὅθεν ἐρχόμενος μὲ τὸ πλοῖον εἰς τὴν Χίον, τὴν πατρίδα τοῦ πλοιάρχου, ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖνον. Εὗρε τότε αὐτὸν Ἀγαρηνός τις, ὅστις ἐζήτησε, νὰ τὸν πάρῃ εἰς τὸ ἰδικόν του πλοῖον, ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ κάμῃ ταξίδι μὲ Ἀγαρηνόν, μήτε ὅλως νὰ εἶναι μαζί του, διότι ἀπεστρέφετο πολὺ τὸ γένος τῶν Ἀγαρηνῶν, ὁ Ἀγαρηνὸς τὸν ἐβίασε πολύ, προσεπάθει δὲ νὰ τὸν πάρῃ ἔστω καὶ διὰ τῆς βίας. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ Θεόφιλος ἠναντιώνετο εἰς τοῦτο, ἐθυμώθη ὁ βάρβαρος, μὴ ἔχων δὲ τὶ ἄλλο νὰ κάμῃ, τὸν ἐσυκοφάντησεν ὅτι ἐφόρει εἰς τὸ κεφάλι τὸν σκοῦφον τῶν Ἀγαρηνῶν. Εὑρεθέντες δὲ ἄλλοι πολλοὶ Ἀγαρηνοὶ ὥρμησαν ἐναντίον του καὶ σύροντες αὐτὸν καὶ κτυπῶντες τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸν κριτήν, καὶ ἐψευδομαρτύρησαν κατ’ αὐτοῦ. Ὁ δὲ κριτὴς ἀπεφάσισεν, ὅτι ἀφοῦ ἐφόρεσε σημεῖον τουρκικὸν εἰς τὴν κεφαλήν του, πρέπει νὰ γίνῃ Τοῦρκος.

Ταῦτα ἀκούων ὁ Μάρτυς ἵστατο ἀκλόνητος εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ παντελῶς ἡ γνώμη του δὲν μετεβάλλετο. Ἐκεῖνοι δὲ προσεπάθουν μὲ διαφόρους τρόπους νὰ τὸν φέρωσιν εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ πότε μὲν τὸν ἐκολάκευον καὶ ὑπέσχοντο εἰς αὐτὸν πολλά, πότε δὲ τὸν ἠπείλουν, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσαν τίποτε, ἐπειδὴ ὁ Μάρτυς ἐφώναζεν· «Ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου ποτέ, αὐτὸν πιστεύω, αὐτὸν ὁμολογῶ». Τότε βλέποντες ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν θέλησίν των, περιέτεμον αὐτὸν καὶ παρὰ τὴν θέλησίν του, ἔπειτα δὲ τὸν ἐπῆρε μαζί του ἄνθρωπός τις τοῦ βασιλέως ὅστις ἔτυχεν ἐκεῖ, διὰ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ νὰ τὸν προσφέρῃ δῶρον τοῦ βασιλέως, ἐπειδὴ ἦτο πολὺ εὔμορφος νέος, ὢν τότε ἕως δέκα ὀκτὼ ἐτῶν. Ἐνῷ δὲ ἀκόμη εὑρίσκετο εἰς τὴν Χίον ὁ εὐλογημένος Θεόφιλος παρεκάλει τὸν Θεὸν μετὰ δακρύων πολλῶν νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖράς των καὶ νὰ τοῦ δείξῃ ὁδὸν νὰ φύγῃ καὶ τὴν βαρβαρότητα ἐκείνων καὶ τὸν ψυχικὸν κίνδυνον, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο. Ὁ δὲ Θεός, ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν, εἰσήκουσε παρευθὺς τῆς δεήσεως τοῦ δούλου του Θεοφίλου· κατὰ δὲ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ὅπου ἐπῆγαν οἱ Ἀγαρηνοὶ νὰ προσκυνήσουν κατὰ τὴν συνήθειάν των, ἀφήσαντες τὸν Μάρτυρα μόνον εἰς τὸν οἶκον, τὸν ἐφώτισεν ὁ Θεὸς καὶ ὁπλίσας ἑαυτὸν μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἔφυγεν ἐκεῖθεν καὶ ἐκρύβη εἰς τόπον, τὸν ὁποῖον οὐδεὶς ἐγνώριζεν.