Ὁ δὲ Θεολόγος Γρηγόριος ἦτο μέτριος μὲν κατὰ τὴν θέσιν καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος, ὀλίγον δὲ ὠχρὸς ὁμοῦ καὶ χαρίεις· πλατὺς εἰς τὴν ρῖνα καὶ τὰ ὀφρύδια ἴσα· ἔβλεπεν ἥμερα καὶ καταδεκτικά, εἶχε τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ξηρότερον ἀπὸ τὸν ἀριστερὸν καὶ ἐφαίνετο ἓν σημεῖον πληγῆ εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ ὀφθαλμοῦ του· εἶχε τὸ γένειον δασὺ μὲν ἀρκετά, ὄχι δὲ καὶ μακρόν· ἦτο φαλακρὸς καὶ λευκὸς εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ ἐφαίνοντο τὰ ἄκρα τοῦ γενείου του ὡσεὶ περικεκαπνισμένα. Εἶναι δὲ ἄξιον νὰ εἴπωμεν περὶ τοῦ Θεολόγου τούτου, ὅτι ἂν ἔπρεπε νὰ γίνῃ στῦλος ἔμψυχος ἢ ζωντανός, συντεθειμένος ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετάς, ὁ στῦλος οὗτος ἦτο ὁ Μέγας Γρηγόριος. Διότι ὑπερνικήσας μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του τοὺς εὐδοκιμοῦντας κατὰ τὴν πρᾶξιν, εἰς τόσην ἀκρότητα τῆς θεωρίας ἀνέβη, ὥστε ὅλοι ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σοφίαν του καὶ εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰ δόγματα. Ὅθεν ἀπέκτησε κατ’ ἐξαίρετον τρόπον καὶ τὸ νὰ ἐπονομάζηται Θεολόγος.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ τρισόλβιοι ἐκοπίασαν διὰ τὴν σωτηρίαν μας, πρέπει νὰ τοὺς ἑορτάζωμεν καὶ ἡμεῖς καὶ νὰ τοὺς εὐχαριστῶμεν ὅσον δυνάμεθα· ὅτι ἄλλο δὲν ἐφρόντιζον οὔτε ἐμελέτων, εἰμὴ μόνον ἕνα σκοπὸν εἶχον, οἱ τρισμακάριοι, νὰ στερεώσουν τὴν εὐσέβειαν· ἕνα ἀγῶνα, τὴν ἀρετήν ἓν ἐπεμελοῦντο καὶ ἐσπούδαζον ἀόκνως, ἔργοις καὶ τρόποις καὶ λόγοις, τὴν τῶν ψυχῶν σωτηρίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τοσοῦτον ἐκακοπάθησαν κηρύττοντες τὴν πίστιν εἰς ἅπασαν τὴν οἰκουμένην καὶ ὅλους ἡμᾶς κοινῶς εὐηργέτησαν. Ὅθεν εἴμεθα καὶ ἡμεῖς χρεῶσται νὰ ἀντιτιμήσωμεν τοὺς εὐεργέτας καὶ νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸ κατὰ δύναμιν, ἐπειδὴ εἰς τὸ κατὰ χρέος δὲν φθάνομεν. Ἂς φιλοτιμήσωμεν λοιπὸν τοὺς λογιωτάτους μὲ λόγους, διότι ἡ πάνσοφος Ἁγία Τριάς, ἡ ἀδιαίρετος καὶ ὑπερούσιος, ᾠκονόμησε νὰ εὑρεθῶσι κατ’ ἐκείνους τοὺς χρόνους τῶν αἱρέσεων αὐτοὶ οἱ οὐράνιοι ἄνθρωποι καὶ ἐπίγειοι ἄγγελοι, αἱ σάλπιγγες τῆς ἀληθείας καὶ σοφώτατοι ρήτορες, αἱ ὄντως βρονταὶ τῆς ἀκτίστου θεότητος, διὰ νὰ σπαράξωσι καὶ νὰ σκορπίσωσι τοὺς ὑβριστὰς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ νὰ διώξωσι τοὺς λύκους μὲ τὴν σφενδόνην τῶν λόγων των.
Αὕτη ἡ ἐπίγειος τῆς οὐρανίου Τριάδος τριὰς ἰσάριθμος, μᾶς ἐδίδαξε νὰ προσκυνῶμεν αὐτὴν καθὼς πρέπει ἀσύγχυτα καὶ νὰ ὁμολογῶμεν οὕτω, καθὼς αὐτοὶ παρ’ αὐτῆς ἐδιδάχθησαν, τὴν ἀκρίβειαν τῆς πίστεως, λέγοντες: «Θεὸς μὲν ἀγέννητος ὁ Πατήρ, Θεὸς δὲ γεννητὸς ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς ἐκπορευτὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Οἱ αὐτοὶ τρεῖς καὶ εἷς, καὶ τὸ παραδοξότατον πᾶσι, πλὴν τοῖς γνησίοις λατρευταῖς τῶν τριῶν, ἀσαφές