Τότε παραλαβόντες αὐτὸν οἱ στρατιῶται τὸν ἔφεραν πάλιν εἰς τὸν Μπαχρῆν, ὅστις καὶ πάλιν τοῦ λέγει· «Αἴ, τί ἀπεφάσισες;». Ὁ δὲ μακάριος Γεώργιος τοῦ λέγει μὲ μεγάλην χαρὰν καὶ μὲ πολὺ θάρρος· «Ὅ,τι σοῦ εἶπα καὶ πρίν, αὐτὸ σοῦ λέγω καὶ τώρα καὶ αὐτὸ θὰ λέγω καὶ μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς. Δηλαδὴ ὅτι Χριστιανὸς ἐγεννήθην, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω. Δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου, δὲν γίνομαι Τοῦρκος, δὲν ἀφήνω τὴν ὑπέρλαμπρον πίστιν μου διὰ νὰ πιστεύσω εἰς τὴν ζῳωδεστάτην καὶ σκοτεινοτάτην ἰδικήν σας σατανικὴν πλάνην».
Ἀπελπισθεὶς τότε παντελῶς ὁ Μπαχρῆς παρέδωκε τὸν Ἅγιον εἰς τοὺς δημίους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρεκίνουν νὰ πίῃ ροῦμι μίαν φιάλην, ἀλλ’ αὐτὸς ἐγέλασε καὶ τοὺς λέγει· «Σᾶς εὐχαριστῶ, δὲν θέλω ροῦμι νὰ πιῶ, διότι ἔχω νὰ βαδίσω μεγάλον δρόμον καὶ πρέπει νὰ ἔχω σώας τὰς φρένας». Τότε ἤρχισαν νὰ τὸν κακοποιοῦν, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀλλ’ ἐν ᾧ αὐτοῦ κακοποιουμένου ἔκλαιον καὶ ἐθρήνουν οἱ Χριστιανοὶ ὁ εἷς τὴν ζωήν του, ὁ ἄλλος τὴν γυναῖκά του καὶ τὰ τέκνα του, αὐτὸς ὁ εὐλογημένος ἵστατο ὡς λίθος πελεκημένος καὶ οὐχὶ μόνον δὲν ἐφώναζεν, ἀλλ’ οὐδὲ ποσῶς ἐδάκρυζεν ἢ ἐστέναζεν, ἀλλὰ ἔχαιρεν ὡς νὰ ἐστέκετο γαμβρός, ἐν ὥρᾳ στέψεως, καὶ ἐδόξαζε καὶ ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, ὅτι τὸν ἠξίωσε νὰ ἔλθῃ εἰς τοιαύτην πανευφρόσυνον ὥραν, γελῶν δὲ ηὐχαρίστει καὶ τοὺς δημίους λέγων εἰς αὐτούς· «Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ, διότι μοῦ ἐπροξενήσατε μεγάλην δόξαν καὶ χαρὰν μὲ αὐτοὺς τοὺς ὀλίγους πόνους καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ κάμετε περισσότερα κομμάτια ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διότι ὅσον περισσότερον μὲ βασανίσετε, τόσον περισσότερον θὰ μὲ δοξάσῃ ὁ Χριστός μου εἰς τοὺς οὐρανούς». Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκοψαν τὰς χεῖρας, τὰ ὦτα, τὴν ρῖνα, τὰ ἀπόκρυφα μέλη, τὴν γλῶσσαν καὶ τοὺς πόδας τοῦ Μάρτυρος, ἐξώρυξαν τοὺς ὀφθαλμούς, ἔκοψαν τελευταῖον καὶ τὴν τιμίαν αὐτοῦ κεφαλὴν καὶ οὕτως ἔλαβε τὸ μακάριον τέλος τοῦ Μαρτυρίου ὡς ἐπόθει καὶ ἀνέβη στεφανηφόρος εἰς τὰ οὐράνια, ἵνα λάβῃ ἐντελῶς τὰ βραβεῖα τῆς λαμπρᾶς νίκης, ὁμολογίας καὶ σταθερᾶς ἀθλήσεως παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνοθέτου. Τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ καὶ ἅγιον λείψανον ἑνώσαντες οἱ Ἀγαρηνοὶ μετὰ τῶν λειψάνων τῶν πρὸ αὐτοῦ φονευθέντων Χριστιανῶν, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, ἔρριψαν αὐτὰ εἰς τόπον ἀπόκρυφον καὶ ἄγνωστον μέχρι σήμερον.