Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ τοῦ ἐκ χωρίου Ἀλικιανοῦ τῆς ἐπαρχίας Κυδωνίας Κρήτης καταγόμενον, ἀθλήσαντος δὲ ἐν Κρήτῃ κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος ͵αωξζ’ (1867).

Τότε ὁ εὐλογημένος Γεώργιος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν μετὰ θάρρους· «Ἂν εἶναι καλὸ αὐτὸ ὅπου θέλεις νὰ μοῦ κάνῃς, ἔχε το διὰ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἐγὼ δὲν γίνομαι Τοῦρκος, ἀλλὰ Χριστιανὸς ἐγεννήθην, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω. Μάθε δὲ πρὸς πλειοτέραν βεβαίωσιν τῆς σταθερότητός μου, ὅτι πρὸ πολλοῦ ἐπεθύμησα τὸ Μαρτύριον καὶ ἐζήτησα ἀπὸ τὸν Χριστόν μου νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ τὸ ἀπολαύσω. Καὶ τώρα ―ἂς εἶναι δοξασμένος ὅπου μὲ ἠξίωσε τοῦ ποθουμένου― νὰ φανῶ τόσον ἄφρων, νὰ καταφρονήσω τῆς θείας του δωρεᾶς; μὴ γένοιτο νὰ πράξω τὸ τοιοῦτον οὐδέποτε, καὶ τώρα μάλιστα ἂν θέλῃς νὰ σοῦ εἰπῶ, καὶ τοῦτο διὰ τὸ καλὸν τῆς ψυχῆς σου, σὺ ἔπρεπε νὰ γίνῃς Χριστιανὸς ὅπου εἶσαι γεννημένος ἀπὸ μητέρα Χριστιανὴν καὶ ἠξεύρεις ἀπὸ αὐτὴν πολὺ καλὰ τὰ τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως, διὰ δὲ τοὺς γονεῖς, τὸν ἀδελφὸν καὶ τὴν ἀδελφήν μου μὴ σὲ μέλει, διότι, ἴσα-ἴσα, ἅμα ἀποθάνω διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου, θὰ ἔχω παρρησίαν εἰς αὐτὸν καὶ θὰ τοὺς προστατεύσω χιλιάκις περισσότερον καὶ καλλίτερον». Ταῦτα καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα ἀκούσας ὁ Μπαχρῆς καὶ αἰσχυνθεὶς καὶ ἀπελπισθεὶς ἅμα ἀφῆκεν αὐτόν.

Τότε παραλαβὼν τὸν Ἅγιον κατ’ ἰδίαν εἷς Χριστιανὸς ἀξιωματικός, Χατζηεμμανουὴλ Φουγλανάκης ὀνομαζόμενος, λέγει εἰς αὐτόν· «Βρὲ Γιωργάκη, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέγει ὁ Μπαχρῆς Ἀγᾶς, διὰ νὰ τὸν ἀπατήσῃς, νὰ γλυτώσῃς τὴν ζωή σου, καὶ ὅταν ὑπάγῃς εἰς τὸ σπίτι σου, πάλιν εἶσαι Χριστιανὸς καὶ ὁ Θεὸς σὲ συγχωρεῖ, διότι βλέπει τὴν ἀνάγκην». Τότε λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Γεώργιος· «Δὲν φοβεῖσαι τὸν Θεόν, Καπετὰν Μανώλη, νὰ μοῦ λέγῃς αὐτὰ τὰ διαβολικὰ λόγια; ἂν καὶ δὲν τὰ λέγῃς ἀπὸ κακία, ἀλλ’ ἀπὸ πλάνην, δὲν ἠξεύρεις τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιον διὰ τὰς τοιαύτας περιστάσεις; Ἄκουσε τί λέγει ὁ Χριστός· «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς. Ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς» (Ματθ. ι’ 32). Λοιπόν, ἐὰν πράξω αὐτὸ ποὺ μοῦ λέγεις, πρέπει ὕστερα νὰ χύσω τὸ αἷμά μου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀποπλύνω τὴν ἄρνησιν καὶ μάλιστα ἐὰν πράξω αὐτὸ τώρα, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ ὀργισθῇ ὁ Χριστὸς καὶ θὰ μὲ καταστρέψῃ ὡς καταφρονητὴν τῆς μεγάλης του ταύτης πρὸς ἐμὲ Χάριτος, τὴν ὁποίαν μοὶ ἔδωσε καθὼς τοῦ ἐζήτησα. Λοιπὸν ἂς μὴν ἔχῃ ἐλπίδα οὐδεμίαν ὁ Μπαχρῆς Ἀγᾶς, ὅτι θὰ γίνῃ τὸ θέλημά του».