Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ τοῦ ἐκ χωρίου Ἀλικιανοῦ τῆς ἐπαρχίας Κυδωνίας Κρήτης καταγόμενον, ἀθλήσαντος δὲ ἐν Κρήτῃ κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος ͵αωξζ’ (1867).

ἡμέραν Κυριακήν, τοῦ ἔτους ͵αωξζ’ (1867), εὑρέθη εἰς τὸ χωρίον Φουρνὲ τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν πλεῖστοι ἐπαναστάται, οἵτινες, ὡς λέγουν, ἐπροδόθησαν ἀπό τινα Χριστιανὸν εἰς τὸν ἐκεῖ πλησίον εὑρισκόμενον πασᾶν, ὅστις, ἀποστείλας πολυάριθμον στρατόν, περιεκύκλωσε τὸ ἄνωθεν χωρίον καὶ συνέλαβε πλείστους ἐκ διαφόρων χωρίων τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων συνελήφθη καὶ ὁ μακάριος Γεώργιος· ἀφ’ οὗ δὲ τοὺς συνέλαβον, τοὺς ἀπήγαγον εἰς τὰς σκηνάς των. Ἐκεῖ δὲ λαβόντες δύο ἐξ αὐτῶν ἐκ τοῦ χωρίου Φουρνὲ ἐβασάνιζον αὐτοὺς ἀνηλεῶς διὰ νὰ μαρτυρήσουν ἀπὸ ποῖον χωρίον κατάγεται ἕκαστος. Καὶ τοὺς μὲν κατοίκους τῶν ὀρεινῶν χωρίων ἐκράτησεν ὁ πασᾶς, τοὺς δὲ λοιποὺς ἀπέστειλεν εἰς τὰ Χανιὰ πρὸς τὸν Μουσταφᾶ πασᾶν, ὅστις παρακληθεὶς ἀπὸ τὸν φίλον του Ἰωάννην Τσαπάκην ἢ Γιάννακαν ἀπέστειλεν ἐπιστολὴν εἰς τὸν συλλαβόντα αὐτοὺς πασᾶν διὰ νὰ ἀπολύσῃ ὅσους ἐκράτησεν. Ἀλλ’ αὐτὸς προνοήσας τοῦτο διέταξε τὸν σκοπὸν νὰ κρατήσῃ τὸν γραμματοκομιστὴν μέχρις ὅτου ἐκτελέσῃ τὸν αἱμοβόρον αὐτοῦ σκοπόν, διότι τὴν νύκτα τῆς Κυριακῆς πρὸς τὴν Δευτέραν κατέκοψεν αὐτούς. Ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐφόνευεν ἁπλῶς, ἀλλ’ ἔκοπτε πρῶτον τὰ ὦτα, τὴν μύτην, τὴν γλῶσσαν, τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας, τὰ ἀπόκρυφα μέλη, ἐξώρυσσε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τελευταῖον ἔκοπτε τὴν κεφαλήν. Τοῦτο δὲ τὸ τέλος ἔλαβον ὅλοι ἀδιακρίτως.

Ἀφ’ οὗ δὲ ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ μακαρίου Γεωργίου, λαβὼν αὐτον εἷς ἀξιωματικός, ἐκ τοῦ ἄνωθεν χωρίου Ἀλικιανοῦ, Μουλατζιμπαχρῆς ὀνομαζόμενος, ὅστις ἐγνώριζεν αὐτὸν παιδιόθεν, εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἔλα, μωρὲ Γιωργάκη, νὰ κάμῃς μιὰ δουλειὰ ὅπου θὰ σοῦ εἰπῶ, διὰ νὰ γλυτώσῃς τὴν ζωήν σου, ἐὰν θέλῃς, διότι σὲ γνωρίζω καὶ σὲ λυποῦμαι νὰ ἀποθάνῃς». Ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτόν· «Τί δουλειὰ εἶναι αὐτή, Μπαχρῆ Ἀγᾶ;». Αὐτὸς δὲ τοῦ ἀπεκρίθη· «Νὰ γίνῃς Τοῦρκος». Τότε ὁ μακάριος ἐγέλασε καὶ τοῦ λέγει· «Μὴ γένοιτο νὰ ἀλλάξω τὴν πίστιν μου, ὄχι μόνον ἂν μοῦ χαρίσετε τὴν ζωήν, ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν κόσμον». Τότε πάλιν τοῦ λέγει· «Ἐγὼ ἤθελα νὰ σοῦ κάμω αὐτὸ τὸ καλό, διότι, ὅτε ἤμουν μικρὸς ἀκόμη, ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔσπασε τὸ πόδι του ὁ ἀδελφός μου Ἀρὶφ καὶ τοῦ τὸ ἐθεράπευσεν ὁ πατέρας σου. Ἀλλὰ ἀφοῦ δὲν δέχεσαι τὴν συμβουλήν μου, μὲ ἄλλον τρόπον δὲν δύναμαι νὰ σὲ σώσω καὶ ἂς εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ θανάτου σου ἰδική σου καὶ εἰς τὸν λαιμόν σου. Ἀλλ’ ἀφ’ οὗ δὲν λυπᾶσαι τὴν ζωήν σου, δὲν λυπᾶσαι τοὐλάχιστον τοὺς γονεῖς σου, ἢ κἂν τὴν ἀδελφήν σου καὶ τὸν τυφλὸν ἀδελφόν σου, οἱ ὁποῖοι θὰ μείνουν ἀπροστάτευτοι; Ἐπειδὴ ὁ πατήρ σου εἶναι γέρων καὶ ἅμα σὺ ἀποθάνῃς μὲ τοιοῦτον σκληρὸν θάνατον, ἀφεύκτως θὰ ἀποθάνῃ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν λύπην του».