ΦΑΥΣΤΑ ἡ Ἁγία Παρθένος καὶ Μάρτυς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ νύμφη ἀμόλυντος ὑπῆρξεν εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει σϟθ’ (299), γεννηθεῖσα καὶ ἀνατραφεῖσα εὐσεβῶς εἰς τὴν πόλιν τῆς Κυζίκου [1] ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλουσίους, οἱ ὁποῖοι ἀφ’ οὗ ἀνεπαύθησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Κύριον αἱ ψυχαὶ αὐτῶν, ἔμεινεν ἡ κόρη ὀρφανὴ εἰς ἡλικίαν δέκα τριῶν ἐτῶν, ἥτις σχολάζουσα καθ’ ἑκάστην εἰς νηστείας, προσευχὰς καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν, ἐπεμελεῖτο τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς της. Διὰ τὰς ἀρετὰς αὐτὰς ἡ φήμη της ἐπῆγε πανταχοῦ, ἐπειδή, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Δεσπότου μας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυβῇ πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη.
Ἀκούσας λοιπὸν ὁ τύραννος Μαξιμιανὸς δι’ αὐτήν, ἔστειλεν εὐθὺς ἄρχοντά τινα, τὸν πρῶτον τοῦ παλατίου του, ὀνόματι Εὐϊλάσιον, νὰ ἐρευνήσῃ εἰς ὅλην τὴν Κύζικον, νὰ εὕρῃ τὴν νύμφην τοῦ Χριστοῦ Φαῦσταν, καὶ νὰ τὴν καταπείσῃ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα· ἐὰν δὲ ἀπειθήσῃ εἰς τοῦτο καὶ τολμήσῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Χριστόν, νὰ τὴν βυθίσῃ εἰς τὴν θάλασσαν. Φθάσας λοιπὸν ὁ Εὐϊλάσιος εἰς τὴν Κύζικον, ἐπρόσταξε καὶ ἔφεραν τὴν Ἁγίαν εἰς τὸ κριτήριον, ὡς φονέα δεδεμένην μὲ ἅλυσον. Ἠνάγκαζε δὲ αὐτὴν ὁ ἄρχων νὰ θυσιάσῃ εἰς τοὺς μιαροὺς δαίμονας. Ἡ δὲ Ἁγία εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἐγὼ τοιούτους θεούς, κωφούς, τυφλοὺς καὶ ἀναισθήτους, δὲν καταδέχομαι νὰ προσκυνήσω ποτὲ καὶ νὰ γίνω ὁμοία αὐτῶν ἀναίσθητος, προσφέρουσα εἰς αὐτοὺς θυσίαν· διότι ἐγὼ ἔχω Θεὸν ἀληθῆ, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ δὲν δύναμαι νὰ τὸν ἀπαρνηθῶ, διὰ νὰ μὴ ζημιωθῶ τὴν ἀποκειμένην κληρονομίαν, ἥτις εἶναι ἐπηγγελμένη καὶ ἡτοιμασμένη διὰ τοὺς δούλους Αὐτοῦ». Λέγει πάλιν πρὸς αὐτὴν ὁ Εὐϊλάσιος· «Προσκύνησον, Φαῦστα, τοὺς θεούς, εἰδ’ ἄλλως θέλω σοῦ δώσει σκληρὸν καὶ πικρότατον θάνατον». Ἡ δὲ Ἁγία ἀπεκρίνατο λέγουσα· «Μὴ νομίσῃς πὼς εἶμαι κόρη τις ἀνόητος, νὰ ὑποπέσω εἰς τοιαύτην ἀσέβειαν, νὰ προσκυνήσω ὡς κτίστην τὰ κτίσματα, διότι, ἂν καὶ φαίνομαι μικρὰ εἰς τὴν ἡλικίαν, ὅμως ἔχω μεγάλην τὴν καρδίαν, τὸν δὲ λογισμὸν τελείως ἀφιερωμένον εἰς τὸν Δεσπότην μου Χριστόν». Τότε προστάσσει ὁ δικαστὴς νὰ ξυρίσουν τὴν κεφαλὴν τῆς Ἁγίας, νὰ τὴν κρεμάσωσιν εἰς ξύλον καὶ νὰ τὴν ξεσχίζωσιν.