Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΑΝΤΩΝΙΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος διὰ ξίφους κατὰ τὸ ͵αψοδ’ (1774).

φοβούμενος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου· «ὅστις δ’ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι’ 33), οὐδὲ μὲ λόγον μόνον ψιλὸν ἐδέχθη νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, ἀλλ’ ἐφώναζεν, ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ προτιμᾷ νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν Χριστόν. Τέλος, βλέπων ὁ κριτής, ὅτι οὔτε ἀπὸ τοὺς ψευδομάρτυρας ἐκείνους δύναται νὰ ἀπαλλαχθῇ οὔτε τὸν Μάρτυρα νὰ μεταβάλῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, θέλων καὶ μὴ θέλων ἔδωκε τὴν κατὰ τοῦ Ἁγίου ἔγγραφον ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἔστειλε κρυφίως εἰς τὸν τότε βεζύρην Μεχμὲτ Μελὲκ πασᾶν, μὲ ἄνθρωπον πιστὸν ἰδικόν του, φανερώνων εἰς αὐτὸν ὅτι ἡ τοιαύτη ἀπόφασις εἶναι ἄδικος καὶ ὁτι ἀναγκαζόμενος τὴν ἔδωκεν.

Παραστήσας λοιπὸν ὁ βεζύρης ἔμπροσθέν του τὸν Μάρτυρα καὶ τὰ αὐτὰ ἐρωτήσας καὶ παρακινήσας αὐτὸν εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τὴν τουρκικὴν πίστιν, πότε μὲ ὑποσχέσεις καὶ πότε μὲ ἀπειλὰς καὶ ἀκούσας ἀπ’ αὐτὸν ἐκεῖνα ὅπου καὶ ὁ μουλᾶς πρότερον ἤκουσεν, ἐννόησεν ὅτι ὅλα ἐκεῖνα, ὅσα οἱ κατήγοροί του ἔλεγον καὶ ἐμαρτύρουν, ἦσαν ψεύδη καὶ διαβολαί καὶ ἔκρινε μὲν δίκαιον νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν δίκαιον, φοβούμενος ὅμως τὴν βαρβαρότητα καὶ ὁρμὴν τοῦ πλήθους τῶν Ἀγαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι ἄνω καὶ κάτω δύνανται νὰ κάμουν τὰ πράγματα διὰ τὴν δεισιδαιμονίαν τῆς θρησκείας των, διὰ ταῦτα, λέγω, ἔβαλε τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ μουχζουραγᾶ, κατὰ μὲν τὸ φαινόμενον διὰ νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ δεύτερον, κατ’ ἀλήθειαν δὲ διὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν κίνδυνον. Ὁ δὲ μακάριος Μάρτυς, εὑρισκόμενος εἰς τὴν φυλακήν, ἐδίδασκε τοὺς συγκρατουμένους του Χριστιανοὺς νὰ ἔχουν ὑπομονὴν εἰς τὰς θλίψεις καὶ πειρασμοὺς καὶ διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν Χριστὸν νὰ προτιμοῦν θάνατον.

Ἔδιδε δὲ ὁ χριστομίμητος καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς φυλακισμένους Χριστιανοὺς χρήματα, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα ὅπου εἶχεν, εἰς δὲ τὸν κύριόν του Χριστιανὸν ἔστειλεν ἐπιστολὴν εἰς τὴν ὁποίαν πρῶτον ἐζήτει ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς συγχώρησιν καὶ τὰς εὐχὰς τῶν Ἱερέων διὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσουν εἰς τὸ Μαρτύριον, δεύτερον ηὐχαρίστει τὸν κύριόν του, διότι ἐκεῖνος μὲν ἔδωκε τόσα χρήματα καὶ τὸν ἐξηγόρασεν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, αὐτὸς ὅμως δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ τοῦ προσφέρῃ καμμίαν ἀμοιβὴν τῆς τοιαύτης χάριτος καὶ εὐεργεσίας· τρίτον, ἐπαρηγόρει αὐτὸν νὰ ἔχῃ θάρρος, ὅτι δὲν θέλει ἀρνηθῆ τὴν εἰσέβειαν, τέταρτον παρεκάλει, ὅτι ἀφ’ οὗ διὰ τὸν Χριστὸν ἀποθάνῃ, νὰ τοῦ κάμουν τὰ συνήθη εἰς τοὺς κοιμηθέντας μνημόσυνα καὶ πέμπτον ὅτι νὰ μηνύσῃ εἰς τοὺς γονεῖς του τὸ μακάριον τέλος ὁπου ἔλαβεν ὁ υἱός των, διὰ νὰ παρηγορηθοῦν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλάγκα· συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῆς παραλίας τῆς Προποντίδος εἰς ὡραιοτάτην καὶ κατάφυτον θέσιν μεταξὺ Κοντοσκαλίου καὶ Ψωμαθειῶν. Aὕτη καλεῖται ὑπὸ τῶν Τούρκων Γενῆ-Καποῦ (Νέα Πύλη).