Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΑΝΤΩΝΙΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος διὰ ξίφους κατὰ τὸ ͵αψοδ’ (1774).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς κατήγετο ἀπὸ τὰς περιφήμους Ἀθήνας. Οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀφανεῖς, Δημήτριος καὶ Καλομοίρα ὀνομαζόμενοι. Ἀνατραφεὶς ὁ Ἅγιος ὑπ’ αὐτῶν θεοσεβῶς καὶ μαθὼν τὰ ἱερὰ γράμματα, ὅτε ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὴν μεγάλην πτωχείαν τῶν γονέων του, ἐπειδὴ ἄλλην τέχνην δὲν ἐγνώριζεν, ἐδούλευε μὲ μισθὸν εἴς τινας Τουρκαλβανούς, οἱ ὁποῖοι ἔτυχον τότε εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μὲ τὸν μισθὸν αὐτὸν ἐβοήθει καὶ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ἔγινεν ἐτῶν δεκαέξ, ἦλθεν ὁ Ρωσικὸς στόλος εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ ἐπειδὴ οἱ αὐθένται του ἐπῆγαν διὰ νὰ λεηλατήσουν καὶ νὰ αἰχμαλωτίσουν τοὺς ἐν Πελοποννήσῳ Χριστιανούς, τοὺς ἠκολούθησε καὶ ὁ Ἀντώνιος.

Μεταβὰς ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐπωλήθη ὡς αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς κυρίους του Ἀλβανοὺς εἴς τινας Ἀγαρηνοὺς ἐμίρηδες, οἱ ὁποῖοι, ἀφ’ οὗ τὸν ἠγόρασαν, προσεπάθησαν νὰ τὸν τουρκεύσουν μεταχειρισθέντες διάφορα εἴδη βασάνων, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν. Τὸν ἐπῆραν λοιπὸν μαζί των εἰς τὸ στράτευμα τὸ τουρκικόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο τότε εἰς τὸν Δούναβιν ποταμὸν καὶ ἐκεῖ ἐπωλήθη ὁ εὐλογημένος πεντάκις, ἀπὸ σκληροὺς κυρίους, εἰς ἄλλους σκληροτέρους, μεταπωλούμενος καὶ μεταγοραζόμενος, ὅλοι δὲ οὗτοι ἐδοκίμασαν νὰ ἑλκύσουν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν θρησκείαν των, πότε μὲ κολακείας καὶ ὑποσχέσεις, πότε, μὲ ἀπειλὰς καὶ πότε μὲ διαφόρους παιδείας. Ἀλλ’ εἰς μάτην ἐκοπίασαν, ἐπειδὴ ὁ γενναῖος Ἀντώνιος ἦτο καλῶς στερεωμένος εἰς τὴν εὐσέβειαν· τελευταῖον δὲ ἐπωλήθη εἰς Ὀρθόδοξόν τινα Χριστιανόν, καζάκην τὴν τέχνην, διὰ γρόσια τετρακόσια, μὲ τὸν ὁποῖον ἐπῆγε μαζὶ εἰς Κωνσταντινούπολιν ὅπου αὐτὸς εἶχεν οἶκον, γυναῖκα καὶ ἐργαστήριον. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος ἐπῆγεν εἰς Πνευματικὸν πατέρα καὶ ἐξωμολογήθη τὰς ἁμαρτίας του καὶ μὲ κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εἰς τόπον καλούμενον Τζουμπαλί, καὶ ἀπὸ τότε ὑπηρέτει προθύμως εἰς τὸν κύριόν του ὡς εὐγνώμων δοῦλος.

Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν βλέπει ὁ Ἅγιος ἐνύπνιον, ὅπερ τὸν παρώτρυνε καὶ τὸν ἐνεδυνάμωνεν εἰς Μαρτύριον. Τοῦ ἐφάνη δηλαδὴ γυνή τις ὡραία εἰς τὸ εἶδος, ἥτις ὑπέσχετο εἰς αὐτόν, ὅτι θέλει τοῦ δώσει βοήθειαν καὶ δύναμιν εἰς κάθε κίνδυνον καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ μὴ φοβῆται, ἀλλὰ νὰ ἵσταται ἀνδρεῖος· καὶ ταῦτα εἰποῦσα τὸν ἐσκέπασε μὲ τὸ ἔνδυμά της. Ἐγερθεὶς ὁ Ἀντώνιος διηγήθη τὸ ὅραμα εἰς τὴν κυρίαν του


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλάγκα· συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῆς παραλίας τῆς Προποντίδος εἰς ὡραιοτάτην καὶ κατάφυτον θέσιν μεταξὺ Κοντοσκαλίου καὶ Ψωμαθειῶν. Aὕτη καλεῖται ὑπὸ τῶν Τούρκων Γενῆ-Καποῦ (Νέα Πύλη).