Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Νεομάρτυς ΚΥΡΑΝΝΑ ἡ σωφρονεστάτη, κατὰ τὴν Θεσσαλονίκην ἐν βασάνοις τελειοῦται, ἐν ἔτει ͵αψνα’ (1751).

Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἦσαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἄλλοι φυλακισμένοι Χριστιανοί, Ἑβραῖοι καὶ μερικαὶ Τούρκισσαι, δι’ ἀτίμους πράξεις, αἵτινες ἤλεγχον τὸν δεσμοφύλακα ὡς ἄσπλαγχνον καὶ ὡς μὴ φοβούμενον τὸν Θεόν, ἐπειδὴ τυραννεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία δὲν ἔσφαλεν. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε, πότε μὲ τὸ καλόν, πότε ἐπειδὴ εἶχε θάρρος, μὲ μετρίους ἐλέγχους νὰ τοῦ ἐνθυμίζῃ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ τὸν καταπραΰνῃ λέγων πρὸς αὐτόν, νὰ μὴ παιδεύῃ τὴν Ἁγίαν. Ἀλλ’ ὁ σατανᾶς ἐσκλήρυνε πολὺ τὴν καρδίαν του καὶ ὅσον οἱ ἄλλοι τὸν παρεκάλουν, τόσον περισσότερον τὴν ἐβασάνιζεν ἐκεῖνος. Οἱ δὲ Γενίτσαροι, πηγαίνοντες πολλάκις διὰ νὰ τὴν τιμωροῦν, ἄφηναν τὰς τιμωρίας καὶ προσεπάθουν νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ καὶ πότε τῆς ἔδιδαν σταφίδας πότε φοίνικας· τῆς δὲ Ἁγίας μὴ δεχομένης παντελῶς φαγητόν, ἐκεῖνοι προσεπάθουν διὰ τῆς βίας νὰ τῆς ἀνοίξουν τὸ στόμα, χωρὶς νὰ τὸ κατορθώνουν. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐν τῇ φυλακῇ Χριστιανοὶ πολὺ τὴν παρεκάλουν νὰ φάγῃ ὀλίγον, ἡ δὲ Μάρτυς οὐδόλως ἐπείθετο νὰ γευθῇ τι· διότι εἶχεν ἐντὸς τῆς καρδίας της τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου της καὶ Νυμφίου Χριστοῦ, ὅστις τὴν ἔτρεφε καὶ τὴν ἐνεδυνάμωνε.

Τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἐπῆγαν πάλιν οἱ Γενίτσαροι καὶ τὴν ἐτυράννουν σφοδρῶς· ὅθεν, ζήλῳ κινούμενος ὁ ρηθεὶς Χριστιανός, ἤρχισε νὰ ἐλέγχῃ αὐστηρὰ τὸν δεσμοφύλακα καὶ νὰ τὸν ἀπειλῇ, ὅτι ἔχει νὰ τὸν καταγγείλῃ εἰς τὸν πασᾶν, πῶς ἀφήνει καὶ ἔρχονται ἀπ’ ἔξω ἄνθρωποι καὶ τιμωροῦν τοὺς φυλακισμένους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι ἐναντίον τοῦ νόμου των, ἄλλην δὲ φορὰν τοιοῦτον τι δὲν ἔγινεν· ἀλλὰ καὶ αἱ Τούρκισσαι ἐκεῖναι πολὺ τὸν ὕβρισαν, λέγουσαι αὐτὸν ἄπιστον καὶ φονέα καὶ ἠθέλησαν νὰ φωνάξουν δυνατά. Εἰς ὀλίγην ὥραν ἔφθασαν πάλιν οἱ Γενίτσαροι διὰ νὰ τὴν τιμωρήσουν, ἀλλ’ ὁ δεσμοφύλαξ δὲν τοὺς ἄφησε. Τότε ἐκεῖνοι ἐπῆγαν εὐθὺς καὶ παρεπονέθησαν εἰς τὸν Ἀλήμπεην, ὅστις ἐκάλεσε τὸ ἑσπέρας τὸν δεσμοφύλακα καὶ τὸν ὕβρισε διὰ τὴν παρακοήν του εἰς ἐκεῖνο ὅπου τὸν ἐπρόσταξεν. Ἐκεῖνος τότε ἐπέστρεψε πολὺ θυμωμένος καὶ ἁρπάσας τὴν Ἁγίαν τὴν ἐκρέμασε, λαβὼν δὲ μίαν σχίζαν ξυλίνην πολὺ μεγάλην, ἡ ὁποία ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ καὶ κρατῶν αὐτὴν μὲ τὰς δύο χεῖρας του, ἐκτύπα ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν, ὅπου ἔφθανε, χωρὶς εὐσπλαγχνίαν, τόσον, ὥστε ἤρχισαν οἱ φυλακισμένοι νὰ φωνάζουν· καὶ αἱ Τούρκισσαι ἐκεῖναι ἀκόμη ἐφώναζον μεγαλοφώνως. Βλέπων δὲ τὴν ταραχὴν ὁ κατάρατος,