Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Νεομάρτυς ΚΥΡΑΝΝΑ ἡ σωφρονεστάτη, κατὰ τὴν Θεσσαλονίκην ἐν βασάνοις τελειοῦται, ἐν ἔτει ͵αψνα’ (1751).

Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐγέμισεν ἡ καρδία της ἀπὸ ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν πνευματικὴν καὶ φανταζομένη νοερῶς τὸν γλυκύτατον Χριστόν, τῆς ἐφαίνετο ὡς νὰ ἦτο ἐντὸς τοῦ Παραδείσου, λησμονοῦσα δὲ ὅλα τὰ λυπηρὰ τῆς παρούσης ζωῆς, ἐπεθύμει νὰ λάβῃ, τὸ συντομώτερον, τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ θάνατον. Ἰδόντες λοιπὸν ἐκεῖνοι τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης καὶ τὴν φαιδρότητα τοῦ προσώπου της, κατῃσχύνθησαν καὶ τὴν ἔστειλαν εἰς τὴν φυλακήν, ἐγκλείσαντες αὐτὴν εἰς τὰ σίδηρα. Ὁ δὲ Γενίτσαρος ἐκεῖνος, φλεγόμενος ἀκόμη ἀπὸ τὸν δαιμονικὸν ἔρωτα, ἐπῆγεν εἰς ἕνα μεγάλον ἀγᾶν τῆς πόλεως, Ἀλῆ ἐφένδην ὀνομαζόμενον, ἔχοντα τὸ ἀξίωμα τοῦ μπέη καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ προστάξῃ τὸν δεσμοφύλακα νὰ τὸν ἀφήνῃ νὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν φυλακήν, ὅταν θέλῃ, ὅπερ καὶ ἐγένετο.

Ἐπήγαινε λοιπὸν ὁ μιαρὸς καθ’ ἑκάστην ὥραν καὶ τῆς ἔκαμνε πολλὰς τυραννίας, μὲ πεῖσμα, ἢ νὰ τὴν φέρῃ εἰς τὸ θέλημά του, ἢ νὰ τὴν θανατώσῃ. Δὲν ἔφθανε δὲ μόνον αὐτός, ἀλλὰ ἔπαιρνε μαζί του καὶ ἄλλους ὁμοίους του Γενιτσάρους, διὰ νὰ τὴν τιμωροῦν σκληρῶς. Ἀλλ’ ἡ μακαρία Κυράννα, ὅταν τοὺς ἔβλεπεν, ἔκυπτε κάτω τὴν κεφαλήν, ἐσκέπαζε τὸ πρόσωπόν της καὶ σταυρώνουσα τὰς χεῖρας της, οὔτε ποσῶς τοὺς ἐκύτταζεν, οὔτε τοὺς ἀπεκρίνετο· ἐκεῖνοι δὲ οἱ ἀλιτήριοι πρῶτον ἤρχιζαν νὰ παρακινοῦν τὴν Ἁγίαν μὲ κολακείας καὶ ὑποσχέσεις, ὕστερον δὲ βλέποντες, ὅτι ἦτο στερεὰ καὶ ἀσάλευτος, ἤρχιζαν τὰς παιδείας. Ὁ εἷς τὴν ἐκτύπα μὲ ξύλον, ὁ ἄλλος μὲ μάχαιραν, ἄλλος μὲ λακτίσματα καὶ ἄλλος μὲ γρόνθους, ἕως ὅτου τὴν ἄφηναν ὡς νεκράν, ἀναχωροῦντες κατόπιν, διὰ νὰ ἔχῃ καιρὸν νὰ ἀναζῇ καὶ πάλιν νὰ τὴν παιδεύουν. Καὶ ταῦτα μὲν ἔκαμναν ἐκεῖνοι τὴν ἡμέραν· τὰς δὲ νύκτας ὁ δεσμοφύλαξ τὴν ἐκρέμα ἀπὸ τὰς μασχάλας, ἂν καὶ εἶχε τὰς χεῖρας της ἁλυσοδεμένας, ἁρπάζων δὲ ὅ,τι ξύλον εὕρισκε, τὴν ἔδερνεν ἄσπλαγχνα, ἕως ὅτου ἐκουράζετο. Τότε τὴν ἄφηνε κρεμαμένην καὶ ἐκτεθειμένην εἰς τὸ ψῦχος τοῦ χειμῶνος. Εἰς δὲ Χριστιανός, ὅστις ἦτο θεατής, ἐφύλαττε τὸν καιρὸν καὶ ὅταν ἀντελαμβάνετο ὅτι ἐπερνοῦσεν ὁ θυμὸς τοῦ δεσμοφύλακος, ἐπήγαινε καὶ τὸν παρεκάλει ζητῶν τὴν ἄδειαν του νὰ τὴν καταβιβάσῃ, ὅταν δὲ ἐκεῖνος τοῦ ἐπέτρεπε τὴν κατεβίβαζεν. Ἡ δὲ Ἁγία εἶχε τόσην ὑπομονήν, ἡσυχίαν καὶ σιωπήν, ὥστε ἐφαίνετο ὅτι ἄλλη πάσχει καὶ ὄχι ἐκείνη, ὅλος δὲ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχή της εὑρίσκετο εἰς τοὺς οὐρανούς.