Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία Νεομάρτυς ΚΥΡΑΝΝΑ ἡ σωφρονεστάτη, κατὰ τὴν Θεσσαλονίκην ἐν βασάνοις τελειοῦται, ἐν ἔτει ͵αψνα’ (1751).

ΚΥΡΑΝΝΑ ἡ κυριώνυμος καὶ πάγκαλος νύμφη τοῦ Χριστοῦ κατήγετο ἀπὸ ἓν χωρίον τῆς Θεσσαλονίκης καλούμενον Ἀβυσσώκα. Ἦτο δὲ τέκνον Χριστιανῶν γονέων, ὡραιοτάτη καὶ διῆγε ζωὴν σεμνὴν καὶ σώφρονα. Ἀλλ’ ὁ μισόκαλος διάβολος τὴν ἐφθόνησε διὰ τὰς ἀρετὰς της καὶ μὴ δυνάμενος νὰ τὴν μολύνῃ μὲ αἰσχροὺς λογισμοὺς καὶ ἀτόπους πράξεις κρυφίως, εὗρεν ὄργανον τῆς κακίας του ἕνα Ἀγαρηνὸν Γενίτσαρον, ὅστις ἦτο εἰς τὸ χωρίον εἰσπράκτωρ τῶν αὐθεντικῶν εἰσοδημάτων. Οὗτος ἐτρώθη ἀπὸ σατανικὸν ἔρωτα πρὸς τὴν κόρην καὶ ἤρχισεν, ὁ μιαρός, νὰ τὴν κολακεύῃ μὲ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ τὴν φέρῃ εἰς τὸν σκοπόν του· ἀλλ’ ἡ παρθένος δὲν τὸν ἐδέχετο οὐδόλως, ἐκεῖνος δὲ τῆς ὑπέσχετο νὰ τῆς δώσῃ ὅσα χρήματα θέλει καὶ νὰ τῆς κάμῃ πολύτιμα φορέματα, ἐὰν δεχθῇ, εἰ δὲ μή, ἀπειλοῦσε νὰ τὴν βασανίσῃ σκληρῶς καὶ τελευταῖον νὰ τὴν θανατώσῃ. Ἡ δὲ κόρη, ἔχουσα ὅλον της τὸν πόθον εἰς τὸν Χριστόν, δὲν ἐφρόντιζεν οὐδόλως οὔτε διὰ τὰ χαρίσματα καὶ τὰς ὑποσχέσεις του, οὔτε διὰ τὰς ἀπειλάς του.

Ἰδὼν λοιπὸν ἐκεῖνος ὅτι δὲν ἐπιτυγχάνει τὸν σκοπόν του, συμφωνεῖ μὲ ἄλλους Γενιτσάρους τοῦ ἰδίου τάγματος, καὶ ἁρπάσαντες ἔξαφνα τὴν κόρην τὴν ἔφεραν εἰς τὸν κριτὴν τῆς Θεσσαλονίκης, ψευδομαρτυροῦντες, ὅτι εἶπε δῆθεν ἐκείνη, ὅτι θὰ τὸν πάρῃ δι’ ἄνδρα καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πίστιν των. Παρηκολούθουν δὲ τὰ γενόμενα καὶ οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ἀλλὰ δειλιάσαντες ἀπὸ τὰς ἀπειλὰς τῶν τυράννων ἐκρύβησαν. Ἐκεῖ λοιπὸν οἱ Τοῦρκοι ἔκαμαν πολλὰ εἰς τὴν παρθένον, διὰ νὰ τὴν φέρουν εἰς τὸν σκοπόν των, πότε μὲ κολακείας καὶ ὑποσχέσεις καὶ πότε μὲ ἀπειλάς. Ἀλλ’ ἡ μακαρία Κυράννα ἐστάθη ἀπτόητος, μόνον δὲ ἕνα λόγον εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανὴ καὶ Νυμφίον ἔχω τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τὸν ὁποῖον προσφέρω ὡς προῖκα τὴν παρθενίαν μου, αὐτὸν ἐπόθησα καὶ ποθῶ ἐκ νεότητός μου, διὰ δὲ τὴν ἀγάπην του εἶμαι ἕτοιμη νὰ χύσω καὶ τὸ αἷμα μου, ἵνα ἀξιωθῶ νὰ τὸν ἀπολαύσω· ἠκούσατε λοιπὸν τὴν ἀπόκρισίν μου. Ἄλλον λόγον μὴ προσμένετε νὰ σᾶς εἰπῶ».

Ταῦτα εἰποῦσα ἐσιώπησε καὶ δὲν ἠθέλησε πλέον νὰ ἀποκριθῇ εἰς ὅσα κατόπιν τὴν ἠρώτων· ἀλλὰ κλίνασα κάτω τὴν κεφαλὴν ἵστατο μὲ πολλὴν σεμνότητα ὡς νὰ ἐντρέπετο νὰ βλέπῃ εἰς τὰ πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν, προσηύχετο δὲ μόνον νοερῶς καὶ παρεκάλει τὸν Νυμφίον της Χριστὸν νὰ τὴν ἐνδυναμώσῃ ἕως τέλους.