Τότε ὁ πατρίκιος ἠρώτησε τὸν νέον νὰ εἴπῃ πάντα τὰ κατ’ αὐτόν, ἤτοι τὴν πολιτείαν του καὶ τὰς ἀρετάς του. Τότε αὐτὸς διηγήθη τὴν προτέραν εὐγένειαν τοῦ πατρός του, τὴν ἐσχάτην του πενίαν, τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν ἔκαμε νὰ πωληθῇ ὡς δοῦλος διὰ νὰ περιθάλψῃ τὸ γῆρας του καὶ τὴν παραγγελίαν, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Ὁ δὲ πατρίκιος, ταῦτα ἀκούσας, εἶχε πλέον αὐτὸν οὐχὶ ὡς δοῦλον, ἀλλ’ ὡς υἱὸν αὐτοῦ γνήσιον συνεσθίοντα μετ’ αὐτοῦ καὶ συναυλιζόμενον. Ὄχι δὲ μόνον ταῦτα, ἀλλὰ καὶ κληρονόμον τὸν ἔγραψεν εἰς ὅλον τὸν πλοῦτον του.
Διὸ καὶ ἡμεῖς, ἀγαπητοί, ἂς φοβηθῶμεν τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς πηγαίνωμεν τακτικὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἂς ἱστάμεθα μετὰ φόβου καὶ τρόμου μέχρι τῆς ἀπολύσεως, ὡς ἐὰν ἐβλέπαμεν καὶ μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτὸν τὸν Δεσπότην Χριστόν, ὅστις μέλλει νὰ μᾶς κρίνῃ κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, καὶ νὰ μὴ ἐξερχώμεθα τοῦ Ναοῦ χωρὶς νὰ τελειώσῃ ἡ ἀκολουθία. Οὔτε νὰ τολμήσῃ τις νὰ ὁμιλήσῃ ἐν αὐτῇ οὐδόλως, διότι ὅστις ἐξέρχεται τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς ἀνάγκης μεγάλης, ἢ εἴπῃ τίποτε περὶ σωματικῶν φροντίδων, μιμεῖται τὸν Ἰούδαν, ὅστις ἠγέρθη ἀπὸ τὸν δεῖπνον καὶ ἀπελθὼν ἐπρόδωσε τὸν Χριστόν, ὁ ἀχάριστος.