Κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐπώλησεν ὁ πατήρ, ὅστις ὠνομάζετο Ἰουλιανός, τὸν υἱόν του εἰς πατρίκιόν τινα, ἄρχοντα τοῦ παλατίου, Κωνσταντῖνον ὀνόματι, ὅστις ἠγάπησε τὸν νέον πάρα πολὺ διὰ τὴν μεγάλην του ὑπακοήν, τὴν σωφροσύνην, τὴν ταπείνωσιν, τὴν ὡραιότητα τοῦ προσώπου, τὴν γνῶσιν του καὶ διὰ τὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἐγνώριζε καὶ τὸν εἶχε πάντοτε εἰς τὴν συνοδείαν αὐτοῦ καὶ τὴν τράπεζάν του, διότι τὸν ὑπηρέτει ἐπιμελῶς. Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ἀπερχόμενος εἰς τὰ βασίλεια ὁ αὐθέντης του, ἐλησμόνησε τὸν χαρτοφύλακά του, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε τοὺς βασιλικοὺς ὁρισμούς. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν Θεόφιλον νὰ δράμῃ ταχέως νὰ τοῦ τὸν φέρῃ. Ὁ δὲ νέος ἔτρεχεν ὡς ἠδύνατο. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ πατρικίου θαρρετά, ἥρπασε τὸν χαρτοφύλακα. Τὴν ὥραν δὲ ἐκείνην ἐκείτετο εἰς τὴν κλίνην ἡ γυνὴ τοῦ πατρικίου μὲ ἕνα δοῦλον της καὶ ἐμοιχεύετο. Ὁ δὲ νέος, ἀπὸ τὴν βίαν του, δὲν τοὺς ἀντελήφθη. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ἄθλιοι, οἱ ὁποῖοι ἔκαμναν τὴν ἁμαρτίαν, ἐμελέτησαν κατ’ αὐτοῦ κενὰ καὶ μάταια. Ἐλθὼν δὲ ὁ πατρίκιος, εἶπε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή του· «Διὰ τοῦτο ἠγόρασες τὸν δοῦλον αὐτόν, διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν κλίνην νὰ μὲ μοιχεύσῃ ὁ ἀναίσχυντος; Καὶ ἂν δὲν ἤθελα φωνάξει νὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ δεῖνα, ἔπαιρνε τὴν τιμήν μου ὁ ἀσεβέστατος· μήπως εἶμαι ἐγὼ ἀπὸ ἄτυχον γένος καὶ μὲ κατεφρόνησες; Εἰς τὴν εὐχὴν τῶν γονέων μου καὶ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου, σὲ προειδοποιῶ ὅτι, ἐὰν αὔριον δὲν ἴδω τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τοῦ αὐθάδους καὶ παντόλμου δούλου κομμένην, δὲν σταματῶ πλέον μίαν ὥραν εἰς τὴν οἰκίαν σου, ἀλλὰ χωρίζομαι ἀπὸ σὲ καὶ λαμβάνω τὴν προῖκα μου».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ πατρίκιος ἐθυμώθη κατὰ τοῦ δούλου καὶ τῆς ὑπεσχέθη νὰ κάμῃ τὸ θέλημά της ἐξ ἀποφάσεως. Τὴν ἐπαύριον συνηντήθη εἰς τὸ παλάτιον μὲ τὸν ἔπαρχον καὶ τοῦ λέγει· «Αὔριον τὸ πρωῒ θὰ σοῦ στείλω ἕνα δοῦλον μου καὶ ὡς ἔλθει κόψε τὴν κεφαλήν του, βάλε την εἰς ἕνα σάκκον, βούλωσέ την καὶ νὰ μοῦ τὴν στείλῃς». Ὁ δὲ ἔπαρχος ἀπεκρίνατο· «Ἐγὼ δὲν κάμνω ἄδικον κρίσιν, μόνον ἂς μαρτυρήσουν τρεῖς ἄνθρωποι γραφικῶς, ὅτι εἶναι ἄξιος θανάτου, καὶ τότε νὰ τὸν φονεύσω». Τότε ὁ πατρίκιος εἶπεν ἐνώπιον τριῶν μαρτύρων τὴν κατηγορίαν, λέγων· «Δοῦλον νέον ἠγόρασα καὶ αὐτὸς ὁ ἄθλιος ἐδυνάστευε τὴν κυρίαν του νὰ κοιμηθῇ μετ’ αὐτῆς». Ταῦτα εἰπὼν ἔγραψε τὸν θάνατον αὐτοῦ διὰ τῆς ἰδίας του χειρὸς καὶ τότε ἐδέχθη ὁ ἔπαρχος νὰ τὸν θανατώσῃ. Ὅταν δὲ ἐξημέρωσεν, ἐκάλεσεν ὁ πατρίκιος τὸν ἀνεύθυνον, λέγων πρὸς αὐτόν· «Ἄπελθε εἰς τὸν ἔπαρχον καὶ εἰπέ του ὅτι τὸν χαιρετῶ καὶ νὰ μοῦ στείλῃ ἀπόκρισιν». Ἀπερχόμενος λοιπὸν ὁ καλὸς δοῦλος ἐπέρασεν ἀπὸ Ναόν τινα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τὸν ὁποῖον ἐλειτούργουν καὶ ἀνεγίνωσκον τὸν Ἀπόστολον. Τότε ἐνεθυμήθη τὴν πατρικὴν παραγγελίαν