ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν ἐγεννήθη κατὰ τὸ τέταρτον ἔτος τῆς βασιλείας Μαρκιανοῦ τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως, ἐν ἔτει υνδ’ (454), ἐν Νικοπόλει [1] τῆς Ἀρμενίας ἐκ γονέων Ἐγκρατίου καὶ Εὐφημίας καλουμένων. Μαθὼν δὲ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἀφοῦ οἱ γονεῖς του ἀπέθανον, διένειμε τὴν περιουσίαν του εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἔκτισε Ναὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἡσύχαζεν ὁμοῦ μετ’ ἄλλων δέκα Μοναχῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε περιβόητος κατὰ τὴν ἀρετὴν ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Κολωνίας [2]. Ἀφ’ οὗ δὲ εἰς διάστημα ἐννέα ἐτῶν συνέστησε τὰ πράγματα τῆς ἐπαρχίας του καὶ ἐτελείωσεν ὅσα ἦσαν κατὰ τὸν σκοπόν του, διέπλευσε τὸ πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα μακρὸν πέλαγος καὶ φθάσας εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ προσκυνήσας αὐτούς, ἐπῆγεν εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Ἐκεῖ ἐδέχθη αὐτὸν ὁ Ἅγιος Σάββας, χωρὶς νὰ γνωρίσῃ ποῖος ἦτο (διότι δὲν τὸν ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός) θέλων δὲ νὰ δοκιμάσῃ τὴν ὑπακοὴν καὶ ὑπομονήν του, ἐτοποθέτησεν αὐτὸν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, ἤτοι εἰς τὸ νῦν λεγόμενον Ἀρχονταρίκιον καὶ ἔπειτα κατέταξεν αὐτὸν εἰς τὸ μαγειρεῖον. Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς τὰ δύο ταῦτα διακονήματα ἐφάνη εὐδόκιμος, διὰ τοῦτο προσέταξεν αὐτὸν νὰ ἡσυχάζῃ εἰς ἀναχωρητικὸν κελλίον κατὰ τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, χωρὶς νὰ εἶναι ὁρατὸς εἰς οὐδένα καὶ χωρὶς νὰ τρώγῃ κανὲν φαγητόν, οὔτε νὰ πίνῃ τίποτε· τὴν δὲ Κυριακὴν καὶ τὸ Σάββατον διώρισεν αὐτὸν νὰ παρευρίσκηται εἰς τὰς κοινὰς Ἀκολουθίας, διὰ νὰ συμψάλλῃ καὶ νὰ συντρώγῃ μετὰ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν.
Τοῦτον λοιπὸν βλέπων ὁ μέγας Σάββας προκόπτοντα κατὰ Θεόν, ἐπῆγε μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸν τότε Πατριάρχην τῶν Ἱεροσολύμων, ἁγιώτατον Ἠλίαν, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ τιμήσῃ τὸν Ἰωάννην μὲ τὸ τῆς Ἱερωσύνης ἀξίωμα. Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπε πρὸς τὸν Πατριάρχην· «Ἄφες ὀλίγον, ὦ Δέσποτα, διότι πρέπει πρῶτον νὰ γνωρίσῃς τὰς πράξεις μου καὶ τότε, ἂν εἶμαι ἄξιος τῆς Ἱερωσύνης, ποίησον κατὰ τὸ δοκοῦν». Ὅταν λοιπὸν ἐπῆγαν κατ’ ἰδίαν, ἐρρίφθη ὁ Ὅσιος εἰς τοὺς πόδας τοῦ Πατριάρχου, ὁρκίζων αὐτὸν νὰ μὴ φανερώσῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ τοῦ εἴπῃ. Ὁ δὲ Πατριάρχης συγκατένευσεν εἰς τοῦτο, νομίζων ὅτι θὰ ἀκούσῃ ἄτοπόν τι ἔργον· ἀκούσας δὲ ὅτι αὐτὸς ἦτο Ἐπίσκοπος Κολωνίας, ἐξεπλάγη καὶ εἶπε πρὸς τὸν μακάριον Σάββαν· «Μὴ ἐνοχλήσῃς πλέον τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν περὶ Ἱεριοσύνης, διότι ὁ Ἰωάννης Πρεσβύτερος δὲν γίνεται».