Τοῦ Αὐτοῦ Λόγος Ἕτερος εἰς τὴν ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ.

Ἔβλεπον τὸν ἰατρόν, ὁ ὁποῖος παρουσίαζεν εἰς αὐτοὺς τὰ φάρμακα τῆς θεραπείας των, καὶ ἐνῷ ἦσαν ἄρρωστοι, δὲν ἐδέχοντο τὴν θεραπείαν του. Ἔβλεπον ἐμπρός των ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ἠλευθέρωνε καὶ αὐτοὶ ἐπροτιμοῦσαν τὴν αἰχμαλωσίαν. Ἐνῷ εἶχον ἐν μέσῳ αὐτῶν τὸ λειβάδι, τὸ ὁποῖον ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ ὅλα τὰ καλά, αὐτοὶ ἐμάζευον τὰς ἀκάνθας. Ἐνῷ ὁ λιμὴν τῆς σωτηρίας ἦτο ἐμπρός των, αὐτοὶ ἐναυαγοῦσαν. Ἐνῷ ἡ σοφία ἔχυνεν ἄφθονον εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν διδασκαλίαν, αὐτοὶ δὲν ἤθελον νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν βοὴν τῶν ἐγκλημάτων. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἥπλωνεν ἐπάνω των τὰς πτέρυγας τῆς φιλανθρωπίας Του, αὐτοὶ δὲν ἤθελον νὰ σκεπασθοῦν, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν. «Πόσας φοράς, λέγει εἰς τὰ Εὐαγγέλια, ἠθέλησα νὰ συγκεντρώσω πλησίον μου τὰ τέκνα σας, ὅπως ἡ ὄρνις μαζεύει κοντά της τὰ πουλάκια της, καὶ δὲν ἠθελήσατε!» (Ματθ. κγ’ 33-38).

Ἀποροῦσαν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον· «Πῶς γνωρίζει γράμματα, ἐνῷ γράμματα δὲν ἔμαθεν;» (Ἰωάν. ζ’ 15). Τί νὰ εἴπῃ κανεὶς δι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Τὸν μωσαϊκὸ Νόμον, ὦ Ἰουδαῖε, τὸν γνωρίζεις, καὶ ἀγνοεῖς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα διδάσκει ὁ Νόμος; Λέγεις· «Πῶς Αὐτὸς γνωρίζει γράμματα, ἐνῷ γράμματα δὲν ἔμαθε;» (αὐτόθι). Ἀλλὰ τότε εἰπέ μου, ὦ ἐχθρὲ τῆς ἀληθείας, πῶς ὁ Ἀδάμ, ἐνῷ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἔδωσεν εἰς τὰ διάφορα ζῷα τὸ κατάλληλον διὰ τὸ καθένα ὄνομα; Τὸν δοῦλον δὲν ἐρωτᾷς, καὶ τὸν Δεσπότην ἀνακρίνεις, λέγων· «Πῶς Αὐτὸς γνωρίζει γράμματα;» (αὐτόθι). Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· «Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον» (αὐτ. 16).

Καὶ πότε ὁ Θεὸς ἀποστέλλεται εἰς κάποιον τόπον; Πότε ὁ πληρῶν τὰ πάντα στέλλεται ἐκεῖ ὅπου εἶναι παρών; Ἡ ἐρώτησις ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ ὄχι πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν νὰ μανθάνουν μὲ εὐσέβειαν. «Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ζ’ 16), ὁ ὁποῖος καὶ ἐνώπιον ὅλων ἐπεβεβαίωσε τοῦτο, λέγων· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» (Ματθ. γ’ 17). Καὶ ὁ Ἰωάννης δι’ ἐμὲ εἶπεν· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α’ 29).