Ὅτι δὲ πλάσμα καὶ συκοφαντία ὑπῆρξεν ὁ λόγος οὗτος εἶναι ὁλοφάνερον, διότι οἱ Μαθηταὶ ἦσαν κατακεκλεισμένοι ἀπὸ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Διότι πῶς ἤθελον τολμήσει νὰ πράξουν τοιοῦτον ἔργον, ἀφοῦ μάλιστα ἐγνώριζον, ὅτι καὶ στρατιῶται διὰ τοῦτο καὶ μόνον διωρίσθησαν νὰ φυλάττουν; Ἔπειτα, ἂς ὑποθέσωμεν, ὅτι ἐτόλμησαν νὰ ριψοκινδυνεύσουν, πῶς ὅμως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπήγαινον μὲ ἄκρον φόβον, ἤθελον καθίσει νὰ ξεκολλήσουν τὴν σινδόνα ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ νὰ πάρουν αὐτὸ γυμνὸν καὶ νὰ φύγουν, εἰς καιρόν, καθ’ ὃν ἠδύναντο νὰ τὸ πάρουν ὁμοῦ καὶ νὰ φύγουν τὸ ταχύτερον, διὰ νὰ μὴ τοὺς καταλάβουν χρονοτριβοῦντας; Τόσον ἀσυλλόγιστον πρᾶγμα εἶναι ἡ κακία. Κατὰ πολλοὺς δὲ τρόπους οἱ διδάσκαλοι δοκιμάζουσι νὰ εὕρωσι σωστὰ τριήμερον τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος. Ὅμως φαίνεται, ὅτι συντομώτερον ἀπὸ τὴν τριήμερον ὑπόσχεσιν ὁ Κύριος ἐποίησε τὴν εὐεργεσίαν Του εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο πρέπει ἀπὸ ψυχῆς νὰ προσφέρωμεν Αὐτῷ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν δόξαν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.