Ὅθεν καὶ ὁ ἴδιος ὁ πατήρ του ἐφοβήθη νὰ κινηθῇ πρὸς ἀπελευθέρωσίν του, ἂν καὶ ἠδύνατο δι’ ὀλίγων χρημάτων νὰ τὸν ἀπελευθερώσῃ, μεταχειριζόμενος τὴν μεσιτείαν ἑνὸς μεγάλου δυνάστου, καλουμένου Ἰσοὺφ μπέη, ὅστις ἦτο ἀγᾶς τῆς χώρας. Ἀλλ’ ὁ φόβος τὸν ὁποῖον εἶχεν, ὡς εἶπον, τὸν ἔκαμε νὰ φανῇ ἄσπλαγχνος εἰς ἕνα υἱόν, ὅστις ἦτο ὁ στολισμὸς τοῦ οἴκου του καὶ τὸ καύχημα τοῦ γένους του. Τοῦτο ὅμως ἦτο Θεοῦ οἰκονομία, διότι τώρα μάλιστα εἶναι μεγαλύτερος στολισμὸς καὶ πολὺ περισσότερον καύχημα μὲ τὸ ἔνδοξον καὶ λαμπρὸν μαρτύριον, ὅπερ ἠξιώθη νὰ δεχθῇ παρὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ καλλίνικος Ἀθανάσιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθον ὀλίγαι ἡμέραι, τὸν ἐξήγαγεν ὁ κριτὴς ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ παρακινῶν αὐτὸν ἀπ’ ἀρχῆς νὰ δεχθῇ καὶ νὰ ὁμολογήσῃ, τὴν ἰδικήν των θρησκείαν καὶ εὑρίσκων αὐτὸν στερεὸν καὶ ἀμετάτρεπτον, ἐξέδωκε κατ’ αὐτοῦ τὴν θανατικὴν ἀπόφασιν. Ὅθεν λαβόντες αὐτὸν οἱ δήμιοι τὸν ἐκρέμασαν ἔξω τῆς πόλεως, τὸ δὲ σῶμά του ἔθαψαν οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Τοιουτοτρόπως ἐτελειώθη τῇ δυνάμει τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ ὁ γενναῖος Ἀθλητὴς Ἀθανάσιος, νεώτατος τὴν ἡλικίαν, 25 ἐτῶν, τῇ ὀγδόῃ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός, καθ’ ἣν ἡμέραν ἑορτάζομεν τὸ ἱερώτατον καὶ πάνσεπτον Γενέσιον τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου. Τῷ δὲ Θεῷ ἡμῶν δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.