Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Κρητὸς τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν τῇ Νέᾳ Ἐφέσῳ ἐν ἔτει ͵αωια’ (1811).

Μετὰ μίαν ἡμέραν δραμόντες οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο ὁ Ἰωάννης, τὸν ἥρπασαν μετ’ ὀργῆς καὶ ἀγριότητος μεγάλης, ὡς καθαυτὸ φονέα, λέγοντες, ὅτι δὲν διαφέρει ἢ ἐκεῖνον ἢ τοῦτον συνέλαβον, ὅτι συνωμόται καὶ σύντροφοι ἦσαν· καὶ οὕτω σύροντες αὐτὸν ὡς θηρία, καὶ δι’ ὅλης τῆς μακρᾶς ὁδοῦ τύπτοντες καὶ πληγώνοντες αὐτὸν βαρβαρικώτατα ὡς κακοῦργον, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν χώραν, καὶ εὐθὺς τὸν ἔβαλον εἰς τὴν φυλακήν, ἀπαγορεύσαντες αὐστηρότατα νὰ μὴ τολμήσῃ νὰ τὸν πλησιάσῃ τις, οὔτε πρὸς παρηγορίαν, οὔτε πρὸς ὀλίγην τροφήν, ἐκτὸς ἂν τοῦ ἔρριπτον οἱ δοῦλοι ὀλίγα ψιχία, ὡς εἰς σκύλον. Διήρκεσε δὲ αὕτη ἡ σκληρὰ προσταγὴ ἡμέρας δεκαέξ, καὶ τὸ αἴτιον, διὰ τὸ ὁποῖον εὐθὺς δὲν τὸν ἐκρέμασαν ὡς φονέα, ἦτο πρῶτος ὁ ἀδελφὸς τοῦ φονευθέντος, ὅτι αὐτὸς ἠβουλήθη καὶ ἐκαυχήθη, ὅτι δύναται νὰ τὸν καταπείσῃ νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστιν του, καὶ ἀφοῦ τουρκεύσῃ νὰ τοῦ συγχωρήσῃ τὸ σφάλμα του· καὶ νὰ τὸν καταστήσῃ εἰς τὸν τόπον τοῦ φονευθέντος ἀδελφοῦ του ὕστερα ἀπὸ τοῦτον, οὐδὲ ὁ κριτὴς δὲν εὕρισκεν εὔλογον νὰ τὸν κρεμάσῃ, ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἐφόνευσεν, ἀλλὰ ἄλλος ξένος καὶ ἔφυγε. Πλὴν οἱ ἄλλοι ἀγᾶδες ἔλεγον· «Ὄχι, δὲν πρέπει νὰ μείνῃ, ἀλλὰ νὰ κρεμασθῇ, ὡς σύντροφος ἐκείνων».

Τέλος πάντων ἔστερξαν ὅλοι καὶ ὁ κριτὴς εἰς τὴν πρότασιν τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ φονευθέντος, ὅτι, ἐὰν μὲν δεχθῇ νὰ τουρκεύσῃ, τότε νὰ σωθῇ καὶ ἀπὸ τὴν φυλακὴν νὰ τὸν ἐξαγάγωσι μὲ δόξαν καὶ τιμήν· εἰδεμὴ τότε νὰ τὸν κρεμάσουν ἐξ ἀποφάσεως· ὅπερ καὶ ἐγένετο. Ἐβάλθησαν λοιπὸν μὲ ὅλα των, μετεχειρίσθησαν τρόπους πολλοὺς καὶ δεινοὺς καὶ κολακευτικούς, ὑποσχόμενοι εἰς αὐτὸν πολλὰ καὶ μεγάλα τοῦ κόσμου ἀγαθὰ διὰ νὰ τὸν καταπείσουν, καθὼς τὰ συνειθίζουν πάντοτε καὶ τέλος τὸν ἐφοβέρισαν, κάμνοντες εἰς αὐτὸν ἀπειλὰς διαφόρους, διὰ νὰ τὸν τρομοκρατήσουν, ἀλλ’ ὅμως ἐματαιώθησαν οἱ σκοποὶ αὐτῶν καὶ οἱ κόποι, ἐπειδὴ ὁ καλὸς Ἰωάννης ἐθεμελίωσε καλῶς τὴν οἰκίαν τῆς ψυχῆς του ἐπάνω εἰς τὴν νοητὴν πέτραν, καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ οἰκία ἐκεῖ ἔμεινε, στερεὰ ἱδρυμένη εἰς τὴν πίστιν τὴν ἀληθινὴν καὶ ἁγίαν καὶ ἀμώμητον, ἕνα καὶ μόνον λόγον λέγων· «Χριστιανὸς ἐγεννήθην, Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω, Ἰωάννης ὀνομάζομαι, δὲν ἀλλάζω οὔτε τὴν πίστιν μου οὔτε τὸ ὄνομά μου».