Τῇ Ε’ (5ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς τῆς Ἁγίας Μάρτυρος ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ.

Ταύτην τὴν παρρησίαν μὴ ὑποφέρων ὁ ἀσεβής, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ θαῦμα καταπλαγείς, ἐξίστατο, ἔμεινε δὲ και ἄφωνος. Μετὰ δὲ πολλὴν ὥραν, ἐλθὼν εἰς τὸν νοῦν του, εἶπεν· «Αὐτὰ τὰ παράδοξα ἔργα, τὰ ὁποῖα βλέπω, μὲ κάμνουν νὰ θαυμάζω τὴν δύναμιν τοῦ Γαλιλαίου, ἀλλ’ ἐγὼ θέλω τὰ ἀποδείξει ὅλα μαγείας καὶ ψεύδη». Καὶ εὐθὺς προσέταξε νὰ γυμνώσουν τὴν Ἁγίαν καὶ νὰ δέσουν τὰς χεῖράς της ὀπίσω εἰς τροχόν, νὰ βάλουν δὲ σωρὸν ἀνθράκων ὑποκάτω καὶ νὰ γυρίζουν τὸν τροχὸν συχνότερα, διὰ νὰ συντρίβωνται ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰ μέλη της καὶ, οὕτω νὰ ἀποθάνῃ μὲ πολλοὺς πόνους. Καὶ ἡ μὲν προσταγὴ εὐθὺς ἐγίνετο, ὁ δὲ Κύριος ἐβοήθει πάλιν τὴν δούλην του καὶ Ἄγγελος ἐλθὼν τοὺς μὲν ἄνθρακας ἔσβυσε, τὴν δὲ δύναμιν τῶν τιμωρούντων ἠφάνισε καὶ δὲν ἠδύναντο πλέον νὰ γυρίσουν τὸν τροχόν. Καὶ πάλιν ἐδῶ ὁ κριτὴς διηπόρει, ὅμως καὶ ἄλλας βασάνους ἐπενοοῦσε καὶ προσέταξε νὰ τῆς ἐκριζώσουν τοὺς ὄνυχας τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν της. Ἡ δὲ Ἁγία, ὡς νὰ ἐτιμωρεῖτο ἄλλος, οὕτως ἐφαίνετο. Ὁ δὲ ἄρχων προσέταξε καὶ ἐξερρίζωσαν καὶ τοὺς ὀδόντας της, προσέταξε δὲ ὁ μιαρὸς καὶ τοὺς ὑπηρέτας του νὰ τὴν ὑπάγουν εἰς ὑψηλὸν καὶ φανερὸν τόπον, καὶ νὰ διαλαλήσουν οἱ κήρυκες εἰς ὅλον τὸν τόπον νὰ συναθροισθοῦν ὅσοι θέλουν νὰ τὴν μολύνουν καὶ νὰ καταισχύνουν τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας· καὶ πάλιν εἶπε νὰ τὴν γυρίσουν ὀπίσω ὕστερον, διὰ νὰ τῆς ἐπιβάλῃ καὶ ἄλλα κολαστήρια.

Ἡ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς εἶπεν· «Ὁ Χριστός μου δύναται εἰς μίαν καὶ μόνην στιγμὴν καὶ χωρὶς κόπον νὰ μεταβάλῃ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ λάβῃ τὴν ψυχήν μου καθαρὰν σήμερον, ἀφανίζων τὰ ἀκάθαρτά σου νοήματα». Ταῦτα εἰποῦσα, χεῖρας ὁμοῦ καὶ νοῦν καὶ ὄμματα ὑψώσασα προσηύχετο εἰς τὸν ποθούμενον Θεόν. Ἀφ’ οὗ δὲ προσηυχήθη, μὲ εἰρήνην παρέθετο εἰς αὐτὸν τὸ πνεῦμα καθαρόν, θυσιάσασα πρὸς αὐτὸν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν. Ἐπροτίμα δὲ καλύτερον νὰ ἀποθάνῃ, παρὰ νὰ ἁμαρτήσῃ ἔστω καὶ μὴ θέλουσα. Ὁ δὲ ἄρχων καὶ μετὰ τὸν θάνατόν της ἐφύλαττεν ἀμείωτον τὸν θυμὸν καὶ προσέταξε καὶ τὴν ἔρριψαν εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης δεδεμένην μέσα εἰς σάκκον μὲ ἄμμον γεμάτον. Ἀλλ’ οὐδὲ τότε ἐλησμόνησε τὴν δούλην του ὁ Θεός, ὅστις δοξάζει τοὺς Αὐτὸν δοξάζοντας· διότι μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἔφερεν εἰς τὴν γῆν ἡ θάλασσα τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας σῷον καὶ ἀβλαβές, εὐλαβηθεῖσα αὐτό, διότι ἐθανατώθη διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ.