Κοινολογεῖ ὅθεν τὸν σκοπόν του εἴς τινας πνευματικοὺς Πατέρας, καὶ εὑρὼν αὐτοὺς συμφώνους εἰς τὸν πόθον του, ἤρχισε νὰ διαμοιράζῃ ἐλεημοσύνην ὅ,τι καὶ ἂν εἶχεν εἰς τοὺς Πατέρας, παρακαλῶν αὐτοὺς νὰ δέωνται εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ ὥστε νὰ σταθῇ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπομείνῃ τὰς βασάνους τοῦ Μαρτυρίου. Ἀναχωρήσας δὲ ἐκεῖθεν, ἐπῆγεν εἰς τὸ Καρατζασοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔκαμε ἄλλοτε τὴν ἄρνησιν, διὰ νὰ κάμῃ τώρα ἐκεῖ καὶ τὴν ὁμολογίαν.
Ἰδόντες οἱ Τοῦρκοι τὸν Μάρτυρα παρευθὺς τὸν ἐγνώρισαν, καὶ ἁρπάσαντες αὐτὸν τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸν κριτήν, μαρτυροῦντες ὅτι οὗτος τὸν δεῖνα καιρὸν ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ἔγινε Τοῦρκος, καὶ τώρα ἦλθεν ἐδῶ καὶ ἰδὲ τὶ φορεῖ. Ὁ κριτὴς ἠρώτησε τὸν Γεώργιον ἂν εἶναι ταῦτα ἀληθινά· ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς μὲ μεγάλην εὐτολμίαν ἀπεκρίθη· «Ἀληθινά, ἐγὼ εἶμαι ὁ Χατζῆ-Γεώργιος, ὅστις τὸν δεῖνα καιρὸν ἀπὸ ἀφροσύνην μου παρεπλανήθην καὶ ἠρνήθην τὴν πίστιν μου, δεχθεὶς τὴν ἰδικήν σας θρησκείαν· ὅμως πηγαίνων εἰς διαφόρους τόπους ἐγνώρισα, ὅτι ἡ θρησκεία σας εἶναι ψευδὴς καὶ διὰ τοῦτο ἦλθον νὰ σᾶς τὴν δώσω ὀπίσω, ὅτι ἔσφαλα πολὺ ὅταν ἄφησα τὴν πρώτην μου πίστιν, ἥτις εἶναι ἡ ἀληθής. Διὰ τοῦτο ὁμολογῶ ἔμπροσθέν σας ὅτι εἶμαι πάλιν Χριστιανός, καὶ ὀνομάζομαι Γεώργιος καὶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου εἶμαι ἕτοιμος νὰ χύσω τὸ αἷμά μου· ἤκουσας τὴν ἀπόφασίν μου, καὶ κάμε πλέον ὅ,τι θέλεις εἰς ἐμέ. Ἐγὼ τὸν Χριστόν μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι». Ὁ δὲ κριτής, ταῦτα ἀκούσας, ἐδοκίμασε μὲ διαφόρους τρόπους νὰ μεταβάλῃ τὴν γνώμην του, ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἔμενε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ· ὅθεν βλέπων τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του προσέταξε νὰ τὸν βάλουν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ νὰ τὸν τιμωρήσουν μὲ πολλὰ καὶ διάφορα βάσανα, ἕως οὗ νὰ τὸν μεταστρέψουν ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ.
Λαβόντες οἱ ὑπηρέται τοιαύτην παρὰ τοῦ κριτοῦ ἄδειαν, ὥρμησαν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ὡς θηρία ἀνήμερα καὶ βάλλοντες αὐτὸν εἰς τὴν φυλακήν, ὀκτὼ ἡμέρας ἀκολούθως ἐβασάνιζον τὸν εὐλογημένον μὲ διαφόρους παιδεύσεις· ἐτάνυσαν τόσον πολὺ τοὺς πόδας του εἰς τὸ ξύλον, ὥστε ἐκινδύνευαν νὰ σχισθοῦν τὰ σκέλη του, ἔφεραν δίσκον ἰσχυρῶς πεπυρωμένον καὶ τοῦ τὸν ἐφόρεσαν ὡς πῖλον εἰς τὴν κεφαλήν, ἐτύλιξαν μὲ ἓν σχοινίον ὁλόγυρα τὴν κεφαλήν του καὶ τὸ περιέστρεφον μὲ ἓν ξύλον ὡς ἐργάτην, καὶ ἔσφιγξαν τόσον τὴν κεφαλήν του, ὥστε ἐξῆλθον οἱ βολβοὶ τῶν ὀφθαλμῶν του ἀπὸ τὰς κόγχας των,