Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΘΕΟΦΙΛΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Εὐθὺς δὲ ὡς εἶδον τοῦτον οἱ γονεῖς του ἤρχισαν νὰ θρηνῶσιν ὁμοῦ καὶ νὰ χαίρωσιν ἐναγκαλιζόμενοι αὐτὸν καὶ κατασπαζόμενοι. Καὶ τὶ λόγους δὲν ἔλεγον ἢ τὶ κινήματα δὲν ἔπραττον, ὅσα ἦσαν ἀρκετὰ νὰ κινήσουν εἰς δάκρυα καὶ αὐτὰ σχεδὸν τὰ ἄψυχα καὶ ἀναίσθητα.

Ἀφ’ οὗ δὲ συνεχάρησαν μετὰ τοῦ υἱοῦ των ἐπί τινας ἡμέρας καὶ ἐγνώρισαν καλῶς, ὅτι ἦτο ἐστολισμένος μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἥτις κατῴκει εἰς αὐτόν, τότε ἤρχισαν νὰ βεβαιώνωσι τὸν Ἡγούμενον μὲ ὅρκους ὅτι γυρίζοντες εἰς τὸν οἶκόν των ἐξάπαντος θὰ λάβωσι μεθ’ ἑαυτῶν καὶ τὸν Θεόφιλον, ἔλεγον δὲ καὶ ταῦτα· «Ἡμεῖς, τίμιε Πάτερ, παλαιόθεν ἐποθοῦμεν νὰ κτίσωμεν Μοναστήριον μὲ ἰδικά μας ἔξοδα· καὶ λοιπὸν τώρα εἶναι ὁ ἐπιτήδειος καιρὸς διὰ νὰ κτίσωμεν τοῦτο καὶ νὰ βάλωμεν εἰς αὐτὸ τὸν υἱόν μας, ἵνα σχολάζῃ καὶ λατρεύῃ τὸν Θεόν». Ἀλλ’ ὁ Ἡγούμενος εἰς τὴν ἀρχὴν μὲν δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσῃ, ὕστερον δὲ ἐφανέρωσε τοῦτο καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Μοναστηρίου, οἵτινες ἔκριναν εὔλογον νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸν μὲ τριήμερον νηστείαν καὶ ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν, καὶ οὕτως ἄνωθεν νὰ δοθῇ ἡ λύσις τῆς τοιαύτης ὑποθέσεως. Γενομένης λοιπὸν τῆς νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, ὤ τῶν πολλῶν καὶ θαυμασίων ἔργων σου, Κύριε! ἰδοὺ ἀκούεται ἄνωθεν τοῦ Ναοῦ φωνὴ ἔναρθρος προστάζουσα νὰ ἀφήσωσι τὸν ζητούμενον Θεόφιλον νὰ ὑπάγῃ μὲ τοὺς γονεῖς του· ὅθεν λαβόντες οἱ γονεῖς τὸν ποθούμενον υἱὸν ὁμοῦ μετ’ ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Μοναστηρίου, ἐπέστρεψαν χαίροντες εἰς τὸν οἶκόν των.

Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγου χρόνου ἐκτίσθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ Θεοφίλου τὸ Μοναστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ὁ Ἅγιος χρόνους ἀρκετοὺς ἀσκητικῶς πολιτευόμενος· ἐπειδὴ δὲ ὁ κοινὸς ἐχθρὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁ φθονερὸς διάβολος, ποτὲ δὲν ἡσυχάζει, διὰ τοῦτο εἰσῆλθεν εἰς δυσώνυμον θηρίον, ἤτοι εἰς τὸν Ἴσαυρον Λέοντα καὶ ἐκίνησε πόλεμον μέγαν κατὰ τῶν ἁγίων Εἰκόνων, κατὰ τὸ ἔτος ψκζ’ (727). Ὅθεν αὐτὸς ἀκούσας περὶ τοῦ Ὁσίου Θεοφίλου, προσέταξε νὰ τὸν παραστήσωσιν ἐνώπιόν του. Παρασταθεὶς δὲ ὁ Ὅσιος καὶ ὁμολογήσας, ὅτι πρέπει νὰ προσκυνῶνται αἱ ἅγιαι Εἰκόνες, διὰ τοῦτο κατὰ προσταγὴν τοῦ τυράννου ἐδάρη μὲ βούνευρα. Ἔπειτα ἐδέθη ὀπίσω τὰς χεῖρας καὶ μὲ βίαν ἀναγκάζεται νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Νίκαιαν ὁμοῦ μὲ τὸν Ὅσιον Λογγῖνον τὸν στυλίτην. Φθάσαντες δὲ οἱ Ἅγιοι εἰς τὴν Νίκαιαν, παρεστάθησαν εἰς τὸ κριτήριον· ὁ δὲ κριτὴς προστάσσει τότε, ὁ μὲν μακάριος Λογγῖνος νὰ ἁπλωθῇ ἀνάσκελα εἰς τὴν γῆν καὶ ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του νὰ βάλωσι τὰς ἱερὰς Εἰκόνας, τὰς ὁποίας εἶχε μετ’ αὐτοῦ, καὶ νὰ τὰς κατακαύσωσι.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ Τιβεριούπολις τῶν Βυζαντινῶν καὶ νῦν Στρώμνιτσα εὑρίσκεται νοτιανανολικῶς τῶν Σκοπίων μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμόνος καὶ πρὸς Βορρᾶν τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπέχει 104 χ.λ.μ., συνδέεται δὲ δι’ αὐτῆς διὰ σιδηροδρομικῆς γραμμῆς. Ἀνήκει νῦν εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν.

[2] Βλέπε 2αν ὑποσημείωσιν σελίδος 189.