ὁ δὲ Ἰωάννης δὲν ἐπῆγε τὴν ἡμέραν, διὰ νὰ μὴ τὸν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν δοξάζουν, τὴν νύκτα ὅμως ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ κελλίον του, ὁ δὲ Πανάγαθος Κύριος, ὅστις δοξάζει ὅσους μὲ ἀγαθοεργίας αὐτὸν δοξάζουσιν, ἔστειλε τοὺς Ἀγγέλους του μὲ λαμπάδας φωτεινάς, καὶ τοῦ ἔφεγγαν νὰ περιπατῇ εἰς τὸ σκότος· ὅθεν οἱ ἄνθρωποι ὅλης τῆς πόλεως, ἰδόντες τοιοῦτον φῶς ὑπερθαύμαστον, συνηθροίσθησαν καὶ οὕτω τὸν ἐδόξασαν περισσότερον καὶ ἐπληρώθη ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁ λέγων· «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. ιδ’ 11).
Ἔλεγε δὲ, καὶ πολλοὺς ψυγωφελεῖς λόγους πρὸς ἐκείνους, οἵτινες τὸν ἠρώτων καὶ πάντες τὸν ἐθαύμαζον, διότι ἦτο κατὰ πολὺ γλυκόλογος καὶ σοφώτατος, ὅσα δὲ ἔλεγεν, ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ τὰ ἑρμήνευεν. Μεταξὺ δὲ τῶν πολλῶν νουθεσιῶν, τὰς ὁποίας ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὁ σοφώτατος, ἦτο καὶ ἡ ἑξῆς· «Ὅστις θέλει νὰ γίνῃ ἐνάρετος, δὲν ἠμπορεῖ νὰ προκόψῃ εἰς μίαν ἡμέραν, ἀλλὰ ὅταν ἐγερθῇ ἀπὸ τὸ στρῶμα, ἂς βάλῃ ἀρχὴν εἰς μίαν ἀρετήν, ἔχων μεγάλην ὑπομονὴν εἰς τὸν πόλεμον, τὸν ὁποῖον θὰ τοῦ δώσῃ ὁ μισόκαλος καὶ ἂς προσεύχεται μὲ πολλὴν ταπείνωσιν, μὲ στεναγμοὺς καὶ μὲ δάκρυα, νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ ὁ Κύριος, νὰ νικήσῃ τὸν πειράζοντα καὶ οὕτως ἂς βάλῃ ὑπομονὴν ἡμέρας τινάς, νὰ μὴ πέσῃ εἰς τὸ πάθος ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ποθεῖ νὰ νικήσῃ, κἂν πορνεία εἶναι, κἂν γαστριμαργία ἢ ἄλλο ὅμοιον, καὶ ἂς τὸ πολεμῇ μὲ τὴν ἀντίστοιχον ἀρετήν, νὰ τὸ νικήσῃ μὲ τὴν θείαν βοήθειαν. Λόγου χάριν, ἂν πειράζεσαι, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὴν κοιλίαν σου, στέρησέ την μίαν ἑβδομάδα, τρῶγε ἅπαξ τῆς ἡμέρας, νὰ σοῦ φαίνεται τὸ χονδρὸν φαγητὸν γλυκύτερον μέλιτος· ἂν νικᾶσαι ἀπὸ τὴν γλῶσσαν καὶ εἶσαι φλύαρος λέγων αἰσχροὺς καὶ ματαίους λόγους, βάλε λίθον ἢ ξύλον τόσας ἡμέρας εἰς τὸ στόμα σου, ἕως νὰ ξεμάθῃς τὴν κακὴν συνήθειαν· καὶ ἐὰν εἶσαι ὑπερήφανος, κάμνε τὰς εὐτελεστέρας ὑπηρεσίας καὶ φόρει ἱμάτια ἄχρηστα καὶ οὕτω κάμνε καὶ εἰς τὰ ἐπίλοιπα πάθη, ἕως, νὰ λυτρωθῇς ἀπὸ ὅλα». Μὲ τοιαῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια ὠφελήσας τοὺς ἀκροατὰς ὁ Ὅσιος, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον.