Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν ΙΩΑΝΝΗΣ, ὁ δια τὸ βραχὺ τῆς ἡλικίας (ἀναστήματος) ὀνομασθεὶς Κολοβός, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

ΕΙΚΟΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ Ὅσιος οὗτος ἦτο εἰς τὴν ἔρημον μὲ τοὺς ἄλλους Ἀναχωρητὰς καὶ εἶχε Γέροντα Θηβαῖον πολὺ ἐνάρετον, ὅστις τὸν ἐδίδασκε καθ’ ἑκάστην καὶ τὸν συνεβούλευε νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ κοπιᾷ εἰς τὴν νεότητα χωρὶς ἀμέλειαν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ πλουσίαν ἀντιμισθίαν εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν καὶ τόσον ἐφύλαττε τὰς παραγγελίας τοῦ Γέροντός του, ὡς γνωστικὸς καὶ ὑπήκοος, ὥστε ἔγινεν ἐναρετώτερος τοῦ Γέροντος, διότι, ὅ,τι καὶ ἂν τὸν ἐπρόσταζε, τὸ ἔκαμνε χαίρων χωρὶς οὐδόλως νὰ ἐξετάζῃ, ἐὰν ἦτο καλὸν τὸ προστασσόμενον.

Ἡμέραν τινὰ τοῦ ἦλθε λογισμὸς νὰ διέλθῃ ζωὴν ἀμέριμνον ὡς οἱ Ἄγγελοι εἰς τὸν Παράδεισον. Ζητήσας λοιπὸν συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ὑπάγῃ εἰς τόπον τελείως ἔρημον, τὸν ἀφῆκε διὰ νὰ βασανισθῇ καὶ νὰ μὴ μεγαλοφρονῇ ὑπὲρ ἄνθρωπον· λοιπὸν ἐγυμνώθη τὰ ἱμάτιά του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἀναχώρησιν καὶ κάμνων μίαν ἑβδομάδα ἐπείνασεν. Ὅθεν ἐπιστρέψας τὴν νύκτα εἰς τὸ κελλίον ἐκτύπα τὴν θύραν· ἀλλὰ ὁ Γέρων προσεποιήθη ὅτι δὲν τὸν ἐγνώριζε, διὰ νὰ τὸν ταπεινώσῃ καὶ τὸν ἠρώτησε τίς ἦτο. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἰωάννης ὁ δοῦλος σου». Τοῦ λέγει ὁ Γέρων ἔσωθεν, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔγινεν Ἄγγελος καὶ δὲν χρειάζεται πλέον ἀνθρωπίνην βοήθειαν· ὁ δὲ ἐπεκαλεῖτο νὰ τοῦ ἀνοίξῃ, ἀλλὰ ὁ Γέρων δὲν ἠθέλησε καὶ τὸν ἀφῆκε νὰ βασανίζεται ὅλην τὴν νύκτα, διὰ νὰ ταπεινωθῇ καλλίτερα, τὸ δὲ πρωῒ ἀνοίξας τὴν θύραν εἶπεν εἰς αὐτόν· «Βλέπεις ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος καὶ χρειάζεσαι νὰ φάγῃς; δούλευε λοιπὸν καὶ μὴ ὑψηλοφρονῇς». Ὁ δὲ ἔβαλε μετάνοιαν ζητήσας συγχώρησιν καὶ ἔγινεν ὕστερα τέλειος, συμπαθητικὸς εἰς ὅλους καὶ εὔσπλαγχνος.

Ἦτο δὲ τότε παρθένος τις, Παϊσία ὀνόματι, ἥτις, ἀφοῦ ἐτελεύτησαν οἱ γονεῖς της, ἔκτισε ξενοδοχεῖον διὰ τὴν ψυχήν της καὶ ἐδέχετο ὅλους τοὺς Πατέρας τῆς Σκήτεως καὶ τοὺς ἐφιλοξένει ὡς ἐλεήμων πλουσιοπάροχα. Μετὰ καιρὸν ἐδαπάνησεν ὅλον της τὸ πρᾶγμα εἰς ξένους καὶ πένητας καὶ ἐπτώχευσε τόσον, ὥστε ἔπεσεν εἰς πορνείαν ἀπὸ τὰς κακὰς συναναστροφάς της. Ταῦτα μαθόντες οἱ Πατέρες τῆς Σκήτεως ἐλυπήθησαν, διότι τοὺς ἔκαμε πολλὰς εὐεργεσίας καὶ χάριτας· ὅθεν συναχθέντες εἶπον ταῦτα πρὸς τὸν ἄνωθεν Ἰωάννην· «Ἀββᾶ, ἠκούσαμεν διὰ τὴν Παϊσίαν, ἥτις τοσοῦτον μᾶς εὐηργέτησεν, ὅτι διάγει μὲ ἀσωτίαν εἰς τὴν πολιτείαν· λοιπὸν κάμε ἀγάπην διὰ τὸν Κύριον καὶ λάβε τὸν κόπον νὰ τὴν νουθετήσῃς μὲ τὴν σοφίαν, τὴν ὁποίαν σὲ ἐδίδαξεν ὁ Θεός, μήπως καὶ τὴν φέρῃς εἰς τὴν μετάνοιαν».