Λόγος Δ’, Ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν Ἀπόστολον ΠΑΥΛΟΝ, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ.

Ἀλλὰ καὶ οὗτος σμικρὸς ἀπέναντί του εἶναι. Διότι, ἐὰν αὐτὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς προετίμησε τοῦ Δεσπότου τὴν ἀγάπην, πολὺ περισσότερον ὁ Δεσπότης Θεός, ὁ τόσον αὐτὸς ἀγαθώτερος ὅσον ἀπὸ τὴν πονηρίαν ἡ ἀγαθότης, θὰ κρίνῃ αὐτὸν ἀξιώτερον ἀπὸ μυρίους οὐρανούς. Διότι δὲν ἀγαπᾷ ἡμᾶς ὁμοίως, καθὼς ἡμεῖς αὐτόν, ἀλλὰ τόσῳ περισσότερον, ὅσῳ οὐδὲ εἶναι δυνατὸν νὰ παραστήσῃ τις διὰ τοῦ λόγου. Παρατήρει λοιπὸν πόσων ἀγαθῶν ἠξίωσεν αὐτὸν καὶ πρὸ τῆς μελλούσης ἀναστάσεως. Εἰς τὸν παράδεισον τὸν ἥρπασεν, εἰς τρίτον τὸν ἀνεβίβασεν οὐρανόν, συμμέτοχον τὸν ἔκαμε τοιούτων ἀπορρήτων, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λεχθῶσι πρὸς κανένα ἐκ τῶν λαβόντων τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Καὶ πολὺ εὐλόγως, διότι, ἐνῷ ἐπὶ τῆς γῆς ἐβάδιζεν, ὡσὰν μετὰ ἀγγέλων νὰ περιήρχετο, τοιουτοτρόπως τὰ πάντα ἐνεργεῖ· καὶ ἐνῷ μὲ σῶμα θνητὸν ἐνδεδυμένος ἦτο, τὴν ἠθικὴν ἐκείνων καθαρότητα ἐπεδείκνυε· καὶ ἐνῷ εἰς τόσας ἀνάγκας ὑπέκειτο, ἠγωνίζετο νὰ μὴ φανῇ διόλου κατώτερος ἀπὸ τὰς οὐρανίους δυνάμεις. Διότι ὡς πτερωτὸς τὴν οἰκουμένην διέτρεξε καὶ ὡς ἀσώματος κόπους παρέβλεπε καὶ κινδύνους καὶ ὡς τὸν οὐρανὸν ἤδη νὰ ἐκληρονόμησε, τὰ ἐπὶ γῆς κατεφρόνει καὶ διαρκῶς ἄγρυπνος ἦτο, ὡς μὲ αὐτὰς νὰ συνέζῃ τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις. Μολονότι ἄγγελοι πολλάκις ἀνέλαβον (κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ) τὴν προστασίαν διαφόρων ἐθνῶν, ἀλλ’ οὐδὲ εἷς ἐξ αὐτῶν δὲν διηυθέτησε τὸ ἔθνος τὸ ὁποῖον ἐνεπιστεύθη τοιουτοτρόπως, καθὼς ὁ Παῦλος τὴν οἰκουμένην ὅλην.

Καὶ νὰ μὴ εἴπῃς, ὅτι δὲν ἦτο ὁ Παῦλος ὁ διευθετῶν ταῦτα, διότι καὶ ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ κατορθώνων ταῦτα, ἀλλ’ οὐδὲ τοιουτοτρόπως ἦτο ξένος πρὸς τοὺς διὰ ταῦτα ἐπαίνους, ἐπειδὴ τὸν ἑαυτόν του τοιουτοτρόπως κατεσκεύασεν, ὥστε νὰ γίνῃ ἄξιος τῆς τόσης ἐκ Θεοῦ χάριτος. Ὁ ἀρχάγγελος Μιχαὴλ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων ἐνεχειρίσθη, ὁ δὲ Παῦλος γῆν καὶ θάλασσαν ἐνεχειρίσθη καὶ τὴν οἰκουμένην καὶ τὴν ἀκατοίκητον. Καὶ ταῦτα λέγω ὄχι ὑβρίζων τοὺς ἀγγέλους, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ δεικνύων ὅτι δυνατόν, ἄνθρωπος ἐνῷ εἶναι τις, μαζὶ μὲ ἐκείνους νὰ εἶναι καὶ πλησίον των νὰ ἵσταται.

Καὶ διὰ ποῖον λόγον δὲν ἀνετέθησαν τὰ ἔργα ταῦτα εἰς ἀγγέλους; Διὰ νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν ἀπολογίαν, ὅταν ῥαθυμῇς, μηδὲ νὰ καταφεύγῃς εἰς τὰς προφάσεις τὰς ἐκ τῆς διαφορᾶς τῆς φύσεως (ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων) ὅταν ἀμελῇς καὶ κοιμᾶσαι·