Ἰδόντες τότε αὐτὸν οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸν ἀνεγνώρισαν καὶ εὐθὺς τὸν ἥρπασαν καὶ τὸν ὡδήγηοαν εἰς τὸν πασᾶν, ὁ ὁποῖος δοκιμάζων μὲ διαφόρους τρόπους νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν θρησκείαν των καὶ μὴ δυνάμενος, ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἐκρήμνισαν κάτω ἀπὸ τὸ παλάτι του, τὸ ὁποῖον ἦτο πολλὰ ὑψηλόν, ἀλλ’ ὦ τοῦ θαύματος! τοιουτοτρόπως ἀβλαβὴς κατέβη, ὡς νὰ ἦτο ἀετὸς εἰς τὸν ἀέρα, ἐστάθη δὲ εἰς τοὺς πόδας του ὄρθιος.
Παρευθὺς ἔδραμε πάλιν ὁ Ἅγιος καὶ ἀνελθὼν εἰς τὸ παλάτι ἐνεφανίσθη εἰς τὸν πασᾶν, ὁ δὲ πασᾶς ἰδὼν αὐτὸν ἐτρόμαξε πολλὰ καὶ ἠβουλήθη νὰ τὸν ἀπολύσῃ, ἀλλὰ φοβούμενος, τὸ πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν, τὸν παρέδωκεν εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι, ἁρπάσαντες αὐτὸν μὲ θυμόν, τὸν ἐβασάνιζον τρία νυχθήμερα μὲ φρικτὰ καὶ σκληρὰ κολαστήρια. Οὕτω ὁδηγοῦντες αὐτὸν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, τὸν ἐγονάτιζον συχνὰ εἰς τὸν δρόμον, τάχα ἀπειλοῦντες αὐτὸν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, διὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ δειλιάσῃ· ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἔμενε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τὸν ὁποῖον τοῦ ἔδειξεν ὁ Κύριος· ἐκεῖ δὲ προσευξάμενος καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν ἐδέχθη διὰ ξίφους τὸ μακάριον τέλος· καὶ ἡ μὲν ἁγία του ψυχὴ ἀνέβη μὲ τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου εἰς τοὺς οὐρανούς, τὸ δὲ πάντιμον αὐτοῦ λείψανον ἔμεινε σῷον ἕως τὴν σήμερον ἀναβρύον πηγὰς ἰαμάτων καὶ εὐωδίαν ἄμετρον εἰς ἐκείνους, οἵτινες προστρέχουν εἰς αὐτὸ μετὰ πίστεως, ἑορτάζοντες τὴν μνήμην αὐτοῦ χαρμοσύνως τῇ ια’ (11) Ἰουλίου [1].