Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ΖΩΤΙΚΟΥ τοῦ Ὀρφανοτρόφου.

Αὕτη ἡ θεοκερδὴς πραγματεία, τὴν ὁποίαν μετεχειρίζετο ὁ Ἅγιος, δὲν ἠδυνήθη νὰ κρυβῇ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἐπειδὴ οἱ λωβοὶ ἦσαν πολλοὶ καὶ τὰ παρὰ τοῦ βασιλέως διδόμενα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν χρήματα ἦσαν πολλότατα. Ὅθεν ἐκ τῶν πολλῶν αὐτῶν ἐξόδων ἐνόμιζον οἱ πολλοί, ὅτι μέλλει νὰ ἀκολουθήσῃ πεῖνα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἀφοῦ δὲ μετέστη πρὸς τὸν Θεὸν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐν ἔτει τλζ’ (387), ἔλαβεν τὴν βασιλείαν ὁ υἱός του Κωνστάντιος, ὅστις δὲν ἐπολιτεύετο εὐσεβῶς καὶ ὀρθοδόξως, ἐπειδὴ εἶχε τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου· ὅθεν καὶ πολλοὺς Ὀρθοδόξους ἐτιμώρησε, διότι δὲν ἐδέχοντο τὴν τοιαύτην κακοδοξίαν. Οὗτος δὲ ὁ Κωνστάντιος ἀπεστρέφετο καὶ τὸν μακάριον Ζωτικόν, ὡς Ὀρθόδοξον ὄντα, ἂν καὶ τὸν ηὐλαβεῖτο διὰ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν ἐδείκνυε πρὸς αὐτὸν ὁ πατήρ του Μέγας Κωνσταντῖνος. Λαβὼν ὅμως εὐλογοφανῆ ἀφορμὴν ἐκ τῆς ἐνεργείας ταύτης τοῦ Ζωτικοῦ, ἐφύλαττεν ὀργὴν καὶ ἔχθραν κατ’ αὐτοῦ, νομίζων ὅτι δι’ αὐτοῦ θὰ μεταδοθῇ δῆθεν εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἡ ἀσθένεια τῆς λώβης. Συνέβη δὲ νὰ προσβληθῇ ὑπὸ τῆς λώβης καὶ ἡ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία παρεδόθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου πατρός της εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς πόλεως διὰ νὰ ρίψῃ αὐτὴν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ὁ Ἅγιος Ζωτικός, δοὺς τὴν συνειθισμένην πληρωμὴν εἰς τοὺς δημίους, ἐξηγόρασε τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως καὶ τὴν συνηρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς λωβούς.

Ἐπειδὴ δὲ ἠκολούθησε κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ νὰ γίνῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἡ ἀναμενομένη πεῖνα καὶ ἡ Πόλις ὑστερήθη τὰς πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίας τροφάς, ὁ βασιλεὺς ἐζήτησε νὰ μάθῃ ἀπὸ ποίαν αἰτίαν ἠκουλούθησεν ἡ τοιαύτη πεῖνα· οἱ δὲ συκοφάνται καὶ τῆς ἀληθείας ἐχθροί, εὑρόντες εὐκαιρίαν, διέβαλον είς τὸν βασιλέα τὸν μακάριον Ζωτικὸν καὶ ἐβεβαίουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος τῆς πείνης, ἐπειδὴ διαμοιράζει εἰς τοὺς λωβούς, οἵτινες ἦσαν πλῆθος ἀναρίθμητον, πλουσίας καὶ ἀφθονοπαρόχους τροφὰς καὶ λοιπὰς σωματικὰς ἀνάγκας. Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ἐφυλάχθη μὲν πρὸς ὀλίγον καὶ δὲν ἐθυμώθη, διότι ηὐλαβεῖτο ὀλίγον τὸν Ὅσιον καὶ συνεστέλλετο, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀπολαύσει τοὺς μαργαρίτας καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους τοὺς ὁποίους εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ τοῦ ἀγοράσῃ. Πεισθεὶς ὅμως ἀπὸ κακοπροαιρέτους ἀνθρώπους, προσέταξε νὰ τὸν συλλάβωσι.


Ὑποσημειώσεις

[1] Λώβη ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν ἡ λέπρα καὶ κατ’ εὐφημισμὸν ἱερὰ νόσος. Ἱερὰ ὅμως νόσος κατ’ εὐφημισμὸν ἀπεκλήθησαν κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλαι φθοροποιοὶ νόσοι, ὅπως ἡ εὐλογία καὶ ἡ ἐπιληψία.