εὐωδίαζε δὲ ἡ χεὶρ ἐκείνη τόσον πολύ, ὥστε ἔμεινεν εἰς τὸ πρόσωπόν μου ἑπτὰ ἡμέρας ἡ εὐωδία· εὐθὺς λοιπὸν ὡς μοὶ ἔδωκε τὸ ράπισμα, εἶδον καὶ τὴν χεῖρα ἕως τὸν ἀστράγαλον· καὶ εἰς τὰς ἑπτὰ ἐκείνας ἡμέρας δὲν ὠρεγόμην νὰ γευθῶ τροφῆς ὑλικῆς. Ὅθεν σὲ παρακαλῶ, Ἀββᾶ, νὰ μοῦ εἴπῃς, πῶς νὰ στοχασθῶ αὐτό, ὅπερ μοῦ ἠκολούθησεν; ἐκ Θεοῦ ἦτο ἢ ἐκ δαιμόνων;».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος ἔγινε προσεκτικὸς ὀλίγον καὶ σιωπηλός· ἔπειτα τοῦ εἶπε· «Καθὼς ἕνας πατὴρ καλὸς καὶ φιλότεκνος, ὅστις ἔχει δύο τέκνα, τὸ ἕνα ἄνδρα τέλειον, ἀγαθόν, φιλοπάτορα καὶ φιλάδελφον καὶ τὸ ἕτερον νήπιον καὶ ψελλίζον· καὶ μέλλων ν’ ἀναχωρήσῃ ὁ πατήρ παραδίδει τὸν νεώτερον ἀδελφὸν εἰς τὸν μεγαλύτερον, διὰ νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ κάθε βλάβην ἕως οὗ ἕλθῃ· καὶ ὁ μὲν μεγαλύτερος ἀδελφός, διὰ τὸν φόβον καὶ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς καὶ διὰ τὴν καλήν του προαίρεσιν καὶ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχει εἰς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν φυλάττει ὅσον τοῦ εἶναι δυνατόν. Ὁ δὲ μικρότερος ἀδελφός, τρέχων ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ προσκόπτων τοὺς πόδας του πληγώνεται καὶ χύνει αἷμα· ὅμως ὁ μεγαλύτερος πάλιν τὸν φυλάττει διὰ νὰ μὴ κρημνισθῇ τελείως, ἢ τὸν φάγῃ κανένα θηρίον· ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ τὸν δέσῃ, τὸν συμβουλεύει καὶ τοῦ παραγγέλλει νὰ προσέχῃ, πλὴν τὸν ἀφήνει νὰ περιπατῇ εἰς τὸ θέλημά του, ἀναμένων ὅτι αὐξάνων εἰς τὴν ἡλικίαν θέλει σωφρονισθῆ καὶ προκόψει.
Ὁ δὲ μικρότερος ἀδελφός, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀγνωσίαν του, οὔτε τὴν γνῶσιν καὶ τὴν σοφίαν, τὴν ὁποίαν μεταχειρίζεται ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του διὰ νὰ φυλάξῃ αὐτὸν ἀβλαβῆ, οὔτε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχει εἰς αὐτὸν τοῦ λέγει· «Σὲ ὁρκίζω εἰς τὸν πατέρα ὁ ὁποῖος μᾶς ἐγέννησε, νὰ μὲ φυλάξῃς καλά· διότι ὡς βλέπεις κινδυνεύω νὰ ἀπολεσθῶ», δεικνύων εἰς αὐτὸν καὶ τὰς ὀλίγας καὶ μικρὰς πληγάς, τὰς ὁποίας ἔχει· ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ἀδελφός του, διότι εἶναι ἀκατηγόρητος εἰς τὴν συνείδησίν του, διὰ τὴν φύλαξιν τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ πρὸς τούτοις διότι τὸν ἀγαπᾷ καὶ θέλει νὰ τὸν σωφρονίσῃ, τοῦ δίδει ράπισμα λέγων· «Τὸν ἑαυτόν σου ὅρκιζε μᾶλλον καὶ παράγγειλλε νὰ μὴ περιπατῇ εἰς τοὺς κρημνούς· διότι ἐγὼ δὲν εἶμαι αἴτιος». Τοῦτο τὸ ἴδιον συνέβη καὶ εἰς σέ, ἀδελφέ, ἡ δὲ χεὶρ ἡ ὁποία ἐφάνη δὲν ἦτο δαιμονική· καὶ φανερὸν εἶναι τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι ἐκείνη ἦτο λευκὴ ὑπὲρ τὴν χιόνα καὶ εὐωδίαζε καὶ διότι ἠλλοιώθης καὶ δὲν ὠρέγεσο τροφὴν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας· ἐνῷ αἱ ἀλλοιώσεις τῶν δαιμόνων δὲν προξενοῦν γαλήνην εἰς τὰς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, οὔτε δύνανται νὰ τὰς κάμουν ὑπὲρ φύσιν». Τοιουτοτρόπως ἦτο ὁ θεῖος Κύριλλος πεπλουτισμένος μὲ θείαν διάκρισιν, ταῦτα δὲ εἰπὼν καὶ εὐχηθείς, ἀπέλυσεν αὐτόν.