ἀλλ’ ὁ καλὸς ἐκεῖνος νεανίας, ἂν καὶ ἦτο ἁπλοῦς καὶ ἀγράμματος, ἀλλ’ ὅμως ἀφοῦ μετεμελήθη, διότι εἶπε τὸν πονηρὸν ἐκεῖνον λόγον, ἀπεφάσισε νὰ σταθῇ καὶ νὰ μείνῃ Χριστιανός, καὶ νὰ ὑπομείνῃ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ κάμωσι· βεβαιότατα καὶ ἡ χάρις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐφώτιζε τὸν νοῦν, νὰ μὴ ἀπατᾶται ἀπὸ τὰς πανουργίας τῶν αἰσθητῶν καὶ νοητῶν ἐχθρῶν, καὶ ἡ θεία του δύναμις ἐδυνάμωνε τὴν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς καὶ σαρκός, εἰς τὸ νὰ ὑπομένῃ τὰ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ κολαστήρια. Ἀπέπτυε λοιπὸν φρονιμώτατα ὅλα ἐκεῖνα ὁ οὐρανόφρων νέος, ὡς σκύβαλα θεωρῶν αὐτά, καὶ οὐδὲ ἤθελε κἂν νὰ βλέπῃ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του, ἀλλὰ τὰ ἀπεστρέφετο καὶ τὰ ἐμίσει ὡς ἀπωλείας μέσα καὶ ὄργανα.
Βλέπων λοιπὸν ὁ ἐξουσιαστής, ὅτι μὲ τὸν κολακευτικὸν τρόπον δὲν κατορθώνει τίποτε, μεταχειρίζεται τὸν τυραννικὸν καὶ προστάζει νὰ τὸν δείρουν δυνατά. Τὸν ἔδειραν λοιπὸν ἀπηνέστατα καὶ σκληρότατα· ἔπειτα ἐκ προστάγματος ρίπτεται εἰς τὴν φυλακήν, βάλλουν τοὺς πόδας του εἰς τὸ τιμωρητικὸν ξίλον, ἁλύσεις εἰς τὸν λαιμόν, χειροπέδας εἰς τὰς χεῖρας, καὶ καλάμους εἰς τοὺς ὄνυχας. Ὅλην σχεδὸν τὴν ἡμέραν δὲν ἔπαυσαν οἱ ἀπάνθρωποι νὰ τὸν βασανίζουν μὲ διάφορα κολαστήρια, ὁ δὲ τύραννος τὸν ἔφερε πολλάκις, οὕτω βασανισμένον καὶ καταιματωμένον ἔμπροσθέν του, συχνὰ δὲ τὸν παρεκίνει καὶ τὸν ἠνάγκαζε πολυτρόπως νὰ γίνῃ μουσουλμάνος. Ἀλλ’ ὁ μάρτυς ἵστατο πάντοτε ὁ αὐτός, καὶ ἄλλο δὲν ἔλεγε παρὰ «Χριστιανὸς εἶμαι, δὲν ἀρνοῦμαι τὴν πίστιν μου». Ὅθεν τέλος ἀπελπισθεὶς ὁ ἡγεμών, τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, προστάξας νὰ τὸν κρεμάσουν ἔξω ἀπὸ τὴν καλουμένην «Καινούργιαν πόρταν», παραγγείλας εἰς τοὺς ἰδικούς του ἀνθρώπους νὰ μὴ παύσουν εἰς ὅλην τὴν ὁδὸν ἀπὸ τὸ νὰ τὸν παρακινοῦν, ἴσως καὶ τὸν κερδίσουν. Πηγαίνων ὅμως ὁ Μάρτυς, δὲν ἔφθασε ζωντανὸς εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἀλλὰ ἀπὸ τὰς πολλὰς βασάνους καὶ τὴν κάκωσιν τοῦ σώματος, λιποψυχήσας εἰς τὴν ὁδὸν παρέδωκε τὸ πνεῦμα, διαμείνας μέχρι τέλους εἰς τὴν καλὴν καὶ λαμπρὰν ὁμολογίαν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Πίστεως, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.