Ταῦτα βλέπων καὶ ἀκούων ὁ ἀγᾶς, ἔστειλεν ἄνθρωπον εἰς τὸν Μουφτῆν τῆς πόλεως, νὰ τοῦ φανερώσῃ τὴν ὑπόθεσιν καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τί ἔπρεπε νὰ κάμῃ εἰς ἕνα τοιοῦτον ἀπειθῆ ὑβριστήν. Ὁ Μουφτῆς τοῦ ἀπεκρίθη· «Μὲ τὸ ἕνα χέρι βαστᾷς τὸ ξίφος καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὸ χαρτί, ὅποιο θὲλεις ἐκ τῶν δύο μεταχειρίσου εἰς αὐτόν». Ἤθελε δὲ νὰ φανερώσῃ μὲ τοῦτο, ὅτι ἂν εἶσαι ζηλωτὴς τῆς πίστεως, τιμώρησε τὸν ὑβριστὴν τῆς πίστεως μὲ τὴν μάχαιραν, εἰ δὲ καὶ εἶσαι φιλοχρήματος καὶ ἀδιάφορος, δῶσέ του τὸ χαρτί. Λοιπὸν τοιαύτην ἀπόκρισιν λαβὼν ὁ ἀγᾶς τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν Μολλᾶν, ἤτοι εἰς τὸν Κριτήν, ἔστειλε δὲ καὶ πέντε Τούρκους νὰ μαρτυρήσουν κατ’ αὐτοῦ, ὅτι περιπαίζει καὶ ὑβρίζει τὴν πίστιν των. Ὁ Κριτὴς ἐδοκίμασε μὲ διαφόρους τρόπους νὰ τοῦ μεταβάλῃ τὴν γνώμην, καὶ μὴ δυνηθείς, τοῦ ἔδωκε πρῶτον δαρμὸν πολύν, ἔπειτα τὸν ἔκλεισεν εἰς τὴν φυλακὴν σιδηροδέσμιον· δευτέραν φορὰν τὸν φέρει ἔμπροσθέν του, καὶ πάλιν εὑρίσκων αὐτόν ἀμετάπειστον, πάλιν τὸν ραβδίζει ἀπηνῶς, καὶ πάλιν τὸν κλείει εἰς τὴν φυλακὴν μὲ βαρύτατα δεσμά, ἀλλ’ ὁ γενναῖος νέος ὑπομένει μεγαλοψύχως ὅλα· καὶ ραβδισμοὺς καὶ δεσμὰ καὶ τὴν πικροτάτην φυλακήν, ἐνδυναμούμενος βέβαια ὑπὸ τῆς παντοδυνάμου χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸν φέρει τρίτην φορὰν ἔμπροσθέν του, καὶ πάλιν μεταχειρίζεται διαφόρους τρόπους καὶ μηχανάς, ἀλλὰ ἅπασαι αὐτοῦ αἱ προσπάθειαι ἀπέβησαν εἰς μάτην. Τέλος βλέπων τὸ ἀμετάβλητον τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν Μουσελίμην, διὰ νὰ πάθῃ ἐκεῖ δριμύτερα βάσανα. Ἤρχισε καὶ αὐτὸς εὐθὺς μὲ κολακείας πολλάς, διὰ νὰ τὸν πείσῃ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ δεχθῇ τὸν Μωάμεθ. Καὶ τί δὲν τοῦ ὑπέσχετο; Τοῦ ἔδωκεν εὐθύς, ὡς τάχα μέγα τι πρᾶγμα, ὁ γηϊνόφρων καὶ μάταιος, ἕν ζεῦγος πιστόλας ἀργυρᾶς, ἕν ξίφος μετρίως κεκοσμημένον, ἐνδύματα πολύτιμα, φλωρία χίλια καὶ ἐπέκεινα. Τοῦ ὑπέσχετο νὰ τὸν κάμῃ σωματοφύλακά του τὸν πλέον ἔντιμον καὶ νὰ τὸν ἔχῃ εἰς τὴν εὔνοιάν του, μόνον νὰ γίνῃ Τοῦρκος.
Αὐτὰ τὰ μικροπρεπῆ καὶ οὐτιδανὰ ἐπρότεινε καὶ ὑπέσχετο εἰς τὸν στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ ὁ Μουσελίμης, νομίζων, ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ δελεάσματα θὰ παγιδεύσῃ καὶ θὰ ἑλκύσῃ τὴν ἁπλῆν ἐκείνην ψυχὴν εἰς τὴν ἀπώλειαν·