Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ τοῦ Νεοφανοῦς.

Ἀπὸ ταῦτα λοιπὸν τὰ δώδεκα μαρτυρικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἐζωγραφισμένα εἰς τὴν εἰκόνα, ἠννόησεν ὁ Ἀρχιερεύς, ὅτι εἶναι Μάρτυς ὁ Ἅγιος. Παρευθὺς δὲ ὁ καλὸς ἐκεῖνος καὶ εὐλαβὴς Ἀρχιερεὺς ἔστειλε πρέσβεις εἰς τοὺς ἡγεμόνας τοῦ τόπου, νὰ τοῦ δώσουν τὸν Ναὸν αὐτὸν νὰ τὸν ἀνακαινίσῃ, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησαν· ὅθεν ἐπῆγε μόνος ὁ Ἀρχιερεὺς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐπῆρεν ὁρισμὸν νὰ τὸν κτίσουν, οὕτω δὲ ἐνεκαινίσθη, καθὼς φαίνεται ἕως τὴν σήμερον, ἔξω τῆς χώρας, πολλῶν θαυμάτων αὐτουργός· ἀπὸ τὰ ὁποῖα διηγοῦμαι ἓν εἰς πίστωσιν τῶν πολλῶν, διὰ νὰ εὐφρανθῆτε ὅσοι ἀγαπᾶτε καὶ εὐλαβεῖσθε τὸν Ἅγιον.

Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἡ νῆσος Κρήτη δὲν εἶχεν Ὀρθόδοξον Ἀρχιερέα, ἀλλὰ Λατῖνον, διότι ἐξουσιάζετο ἀπὸ τοὺς Βενετούς, οἱ ὁποῖοι μὲ πονηρίαν δὲν ἄφηνον νὰ γίνῃ νέος Ἀρχιερεύς, οὔτε Μητροπολίτης, οὔτε Ἐπίσκοπος, ὅταν εἷς ἀπέθνησκεν· ἡ δὲ πονηρία ἦτο, νὰ ἠμπορέσουν μὲ τὸν καιρὸν νὰ γυρίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους εἰς τὰ παπικὰ δόγματα· λοιπὸν ἐπήγαινον ὅσοι Ὀρθόδοξοι ἤθελον νὰ ἱερωθοῦν εἰς τὰ Κύθηρα καὶ ἐχειροτονοῦντο. Καιρὸν δὲ τινὰ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Κρήτην τρεῖς Διάκονοι καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἀρχιέρέα τῶν Κυθήρων καὶ τοὺς ἐχειροτόνησεν Ἱερεῖς· ἐπιστρέφοντες δὲ πρὸς τὴν πατρίδα των τὴν Κρήτην, τοὺς ᾐχμαλώτισαν οἱ Ἀγαρηνοὶ εἰς τὸ πέλαγος καὶ τοὺς ἔφεραν εἰς τὴν Ρόδον, ὅπου τοὺς ἐπώλησαν εἰς Ἀγαρηνούς. Λοιπὸν οἱ δυστυχεῖς ἐκεῖνοι νεοχειροτόνητοι Ἱερεῖς ἐθρήνουν τὴν συμφοράν των ἡμέρας καὶ νυκτός.

Ἐκεῖ ἤκουσαν τὰ μεγάλα θαύματα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου καὶ εὐθὺς ἔπεσαν εἰς δέησιν μὲ θερμὰ δὰκρυα πρὸς τὸν Ἅγιον, δεόμενοι νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ, ἀπὸ τὴν πικρὰν ἐκείνην αἰχμαλωσίαν χωρὶς νὰ γνωρίζουν τίποτε ὁ εἷς διὰ τὴν βουλὴν τοῦ ἄλλου, ἐπειδὴ ἦσαν χωρισμένοι ὁ καθεὶς εἰς τὸν ἀφέντην, ὅστις τὸν ὥριζεν, κατ’ οἰκονομίαν δὲ τοῦ Παναγάθου Θεοῦ ἔλαβον ἄδειαν καὶ οἱ τρεῖς νὰ ὑπάγουν νὰ προσκυνήσουν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου· πηγαίνοντες δὲ ἐκεῖ, νεύσει θείᾳ συνηνώθησαν καὶ οἱ τρεῖς καὶ ἔπεσαν ἔμπροσθεν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου, βρέχοντες τὴν γῆν μὲ τὴν ροὴν τῶν δακρύων των, παρακαλοῦντες νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας των Ἀγαρηνῶν. Ἔπειτα ἀνεχώρησαν ὀλίγον παρηγορημένοι, πηγαίνοντες καθεὶς εἰς τὸν αὐθέντην του, μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ εὕρουν ἔλεος, τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινεν· ἐπειδὴ σπλαγχνισθεὶς ὁ Ἅγιος τὰ δάκρυά των ἐπήκουσε τὴν δέησίν των. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην φαίνεται εἰς τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι τοὺς ὥριζον, προστάζων αὐτοὺς νὰ ἀφήσουν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ νὰ ὑπάγουν νὰ προσκυνήσουν εἰς τὸν Ναόν του, εἰ δὲ μὴ κακῶς θὰ τοὺς ἀπολέσῃ. Οἱ δὲ Ἀγαρηνοί, νομίσαντες μαγείαν τὸ πρᾶγμα, τοὺς ἔβαλον εἰς ἁλυσίδας καὶ βαρύτερα βάσανα.