Ἀπελθόντες λοιπὸν εἰς τὸν βεζύρην ἔδωκαν ἔγγραφον ἀναφορὰν τῆς ὑποθέσεως· ὁ δὲ βεζύρης εὐθύς, εἰς ὀργὴν κινηθείς, ἐπρόσταξε τὸν ἀρχιδήμιον νὰ φέρῃ εὐθὺς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, εἰς οἱανδήποτε κατάστασιν καὶ ἂν τὸν εὕρισκε, μετ’ αὐτοῦ δὲ νὰ φέρῃ δεδεμένους καὶ τοὺς Ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅσους ἄλλους εὕρῃ ἐκεῖ Χριστιανούς. Θείᾳ ὅμως Προνοίᾳ καταδότης τις, ἐλπίζων νὰ λάβῃ ἀργύρια, ἔδραμε παρευθὺς καὶ ἀνήγγειλε τὴν προσταγὴν τοῦ βεζύρη εἰς τοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς λοιποὺς ἐνορίτας τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ἀπεμάκρυναν τάχιστα τὸν Μάρτυρα ἐκ τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἔγινε θαῦμα ἀνέλπιστον εἰς τὸν Μάρτυρα· διότι, αἴφνης, ἐφάνη ὑγιὴς καὶ μὲ σῴας τὰς φρένας του. Ὅθεν τοῦ παρήγγειλαν νὰ μὴν εἴπῃ εἰς τὸν βεζύρην, ὅτι ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶχον εἰσέτι τελειώσει τὸν λόγον καὶ ἰδοὺ ἔφθασεν ὁ ἀρχιδήμιος μετὰ τῆς κουστωδίας του καὶ ἀνηλεῶς ἔδεσαν αὐτόν τε καὶ τοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ἔφεραν εἰς τὸν βεζύρην· καὶ τοὺς μὲν Ἱερεῖς ὁ βεζύρης ἐπρόσταξε νὰ ρίψουν εἰς σκοτεινοτάτην καὶ δυσώδη φυλακήν, τὸν δὲ μακάριον Παῦλον ἠρώτα ἱλαρῶς, ἂν ἔγινε κατ’ ἀλήθειαν Μουσουλμάνος. Ὁ δὲ Μάρτυς, λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ἀνέκραζεν, ὅτι τοιοῦτον ἀνόσιον ἔργον δὲν γνωρίζει νὰ ἔκαμε ποτέ.
Τότε οἱ καταδόται ἐκεῖνοι ἐβόων μαρτυροῦντες καὶ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸν ὡδήγουν οἱ συγγενεῖς του εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ ὅτι ἐφώναζεν ὅτι εἶναι Μουσουλμάνος. Ὁ δὲ Μάρτυς ἐβόα· «Ψεῦσται εἶσθε καὶ ἀπὸ τὸ πάθος σας ἐπλάσατε ταύτην τὴν συκοφαντίαν». Ὁ δὲ βεζύρης τοῦ λέγει· «Διὰ ποίαν ἀφορμὴν σὲ ἐπῆγαν οἱ Χριστιανοὶ εἱς τὴν Ἐκκλησίαν;». Ὁ δὲ μακάριος Παῦλος εἶπεν· «Ὄχι, αὐθέντα, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν δὲν μὲ ἐπῆγαν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἠσθένουν ἀπὸ σεληνιασμὸν καὶ ἔκαμνα ἀταξίας μὲ ἔφεραν εἰς τὴν οἰκίαν μου. Ἐγὼ ὅμως Χριστιανὸς ἤμην καὶ εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι». Τότε ὁ βεζύρης λέγει πρὸς αὐτόν· «Σήμερον, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῶν Μουσουλμάνων τούτων, οἵτινες μαρτυροῦν, ὅτι ἤκουσαν ἐκ τοῦ στόματός σου νὰ λέγῃς ὅτι εἶσαι Μουσουλμάνος, πρέπει ἢ νὰ ὁμολογήσῃς τὴν τῶν Μουσουλμάνων πίστιν καὶ νὰ γίνῃς Τοῦρκος, ἢ εὐθὺς θέλω σὲ θανατώσει. Λοιπὸν συλλογίσου τὸ συντομώτερον καὶ προτίμησον ἓν ἐκ τῶν δύο καὶ ἐὰν μὲν γίνῃς Τοῦρκος, θὰ σὲ πλουτίσω καὶ θὰ σὲ κάμω μέγαν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσῃς, θέλεις λάβει φοβερὸν θάνατον».