Ἀφοῦ λοιπὸν μετὰ βίας ἦλθέ ποτε εἰς τὸν ἑαυτόν του ὁ Ἄσωτος, καὶ ἐνεθυμήθη ὅτι ἦτο ἀπωλεσμένος ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν τῆς ἀρετῆς, ἦλθε τέλος πάντων εἰς τὸν πατέρα, λέγων· «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκ εἰμι ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ὁ Πατὴρ τότε τὸν ἐδέχθη μετανοοῦντα, χωρὶς νὰ τὸν ὀνειδίσῃ τελείως, ἀλλὰ πίπτων εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ ἀγκαλιάζων αὐτόν, καὶ δεικνύων τὰ θεϊκὰ καὶ πατρικὰ σπλάγχνα, τοῦ ἔδωκεν ἔνδυμα, ἢτοι τὸ ἅγιον Βάπτισμα, καὶ δακτυλίδιον, ἢτοι σφραγῖδα καὶ ἀρραβῶνα, τὴν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Πλησίον δὲ εἰς αὐτά, τοῦ ἔδωκε καὶ ὑποδήματα, διὰ νὰ μὴ πληγώνωνται τὰ κατὰ Θεὸν αὐτοῦ διαβήματα ὑπὸ τῶν νοητῶν ὄφεων καὶ σκορπίων, ἀλλὰ μάλιστα νὰ ἠμπορῇ νὰ πατῇ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, κατὰ τὸ εἰρημένον, τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων (Λουκ. ι’ 19). Μετὰ ταῦτα, ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴν τῆς χαρᾶς κινούμενος ὁ Πατήρ, σφάζει δι’ αὐτὸν καὶ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν δηλαδὴ τὸν θρεπτόν, ὁ ὁποῖος συμβολίζει τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, τὸν ὁποῖον δίδει εἰς τὸν μετανοοῦντα νὰ φάγῃ Αὐτοῦ τὴν σάρκα, καὶ νὰ πίῃ τὸ αἷμα Του. Ταύτην τὴν ὑπεράπειρον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εὐσπλαγχνίαν ὁ πρεσβύτερος υἱὸς θαυμάζων, λέγει ὡς παράπονα, ὅσα τὸν ἠκούσαμεν λέγοντα, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἔκπληξιν· ἀλλ’ ὁ φιλάνθρωπος Πατὴρ καὶ ἐκεῖνον κάμνει νὰ σιωπᾷ, μεταχειριζόμενος αὐτὸν μὲ λόγους γλυκεῖς, λέγων εἰς αὐτόν· «Τέκνον μου, σὺ πάντοτε ἤσουν καὶ εἶσαι μετ’ ἐμοῦ ἀχώριστος, καὶ ὅλα τὰ ἰδικά μου, ἰδικά σου εἶναι· ἔπρεπε δὲ ὡς τόσον νὰ εὐφρανθῶμεν καὶ νὰ χαρῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἰδικός μου υἱός, καὶ ἰδικός σου ἀδελφός, νεκρὸς ἦτο ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ τώρα ἀνέζησε μὲ τὴν μετάνοιαν, καὶ ἀπολωλὼς ἦτο, ἐφ’ ὅσον ἀπεμακρύνθη ἀπ’ ἐμοῦ διὰ τῶν φαύλων του πράξεων, τώρα δὲ εὑρέθη, μὲ τὸ νὰ τὸν ἀνεζήτησα ἐγώ, μὲ τὴν ἰδικήν μου εὐσπλαγχνίαν καὶ συμπάθειαν».
Ἡ παραβολὴ αὕτη δύναται νὰ προσαρμοσθῇ καὶ εἰς τὸν Ἑβραϊκὸν λαόν, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐξ Ἐθνῶν, ἐννοοῦσα πρεσβύτερον μὲν υἱὸν τὸν Ἑβραϊκὸν λαόν, νεώτερον δὲ τὸν ἐξ Ἐθνῶν. Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν λοιπόν, διωρίσθη ἐδῶ παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ἡ παραβολὴ αὕτη, ἡ ὁποία δύναται νὰ ἀνασπάσῃ, ὡς εἴπομεν, τὴν κακίστην ἀπόγνωσιν καὶ δειλίαν τῆς ἀρετῆς, καὶ νὰ παρακινήσῃ εἰς μετάνοιαν καὶ μεταμέλειαν τὸν ἁμαρτήσαντα ὡς ὁ Ἄσωτος.