ΤΗΝ παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου οἱ θεῖοι Πατέρες διέταξαν νὰ ἀναγινώσκηται, κατόπιν ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, διὰ τὴν ἑξῆς αἰτίαν. Ἐπειδὴ πολλοί, ὄντες ἐκ νεωτέρας ἡλικίας ἐνδεδομένοι εἰς ἀσωτίας, εἰς μέθας καὶ εἰς ἀσελγείας, καὶ πίπτοντες εἰς βυθὸν κακῶν, ἔρχονται εἰς ἀπόγνωσιν, ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς Πατέρας, εἶναι γέννημα τῆς ἀλαζονείας, καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰτίαν δὲν θέλουσι παντελῶς νὰ δοθῶσιν εἰς ἐπιμέλειαν ἀρετῆς, ἀλλὰ μάλιστα καὶ πίπτουσιν εἰς τὰ ἴδια καὶ χειρότερα, στοχαζόμενοι δῆθεν πὼς δι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι ἔλεος, διὰ τοῦτο οἱ Ἅγιοι Πατέρες, φιλανθρωπίαν καὶ σπλάγχνα πατρικὰ δεικνύοντες καὶ πρὸς τοὺς τοιούτους, καὶ θέλοντες νὰ τοὺς ἀποσύρουν ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν, τὴν παραβολὴν ταύτην, ὡς εἴπομεν, μετὰ τὴν πρώτην ἐνέταξαν ἐδῶ, βουλόμενοι νὰ ἀνασπάσουν ἐκ ρίζης τὸ πάθος τῆς ἀπογνώσεως, δεικνύοντες διὰ τοῦ Ἀσώτου, ὅτι εἶναι ἀνοικτὰ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὅλους τὰ φιλάνθρωπα καὶ ὑπεράγαθα σπλάγχνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι δὲν εἶναι καμμία ἁμαρτία, ἥτις ἠμπορεῖ νὰ νικήσῃ τὴν ἄπειρον τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν [1]. Ἂς ἴδωμεν δὲ τώρα ποῖοι εἶναι οἱ δύο υἱοί, περὶ τῶν ὁποίων ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸν ἱερὸν Εὐαγγέλιον;
Οἱ δύο οὗτοι υἱοὶ εἶναι οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί· ὁ πρεσβύτερος, ἢτοι ὁ μεγαλύτερος, εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἵσταται πάντοτε εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ πάντοτε μένει εἰς τὸ καλόν, καὶ παντελῶς δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα του. Νεώτερος δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἠγάπησε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ μὲ τὰς αἰσχράς του πράξεις ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν συναναστροφὴν τοῦ Θεοῦ· τὴν δὲ φιλανθρωπίαν, τὴν ὁποίαν ἔδειξεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, τὴν κατεσκόρπισε μὲ τὰς ἀσωτίας του. Ὅθεν τὸ κατ’ εἰκόνα δὲν σῴζεται πλέον σῶον εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἀκολουθεῖ εἰς τὸν πονηρὸν δαίμονα, καὶ διὰ τῶν ἡδονῶν ἐργάζεται τὰ ἐκείνου θελήματα, καὶ δὲν δύναται νὰ χορτάσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι πρᾶγμα ὅπερ δὲν χορταίνεται μὲ τὴν προσωρινὴν ἡδονήν, τὴν ὁποίαν ὁμοιάζει μὲ τὰ ξυλοκέρατα, δηλαδὴ τὰ χαρούπια, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ τροφὴ τῶν χοίρων, διότι τὰ ξυλοκέρατα εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκβάλλουν μικρὰν γλυκύτητα, κατόπιν ὅμως μένει τραχύ τι καὶ ἀχυρῶδες εἰς τὸ στόμα· ταῦτα δὲ ἀπαραλλάκτως ἔχει καὶ ἡ ἁμαρτία.